καῦμα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ατος, τό, (καίω)

   A burning heat, esp. of the sun, καύματος ἔξ after sun-heat, Il.5.865, cf. Hes.Op.415,588, Alc.39, S.Ant.417, Epinic.1.10, etc.; πρὶν ἂν τὸ κ. παρέλθῃ the heat of the day, Pl.Phdr. 242a, cf. Ti.70d; ἐὰν ᾖ κ. Arist.Mete.342b10: freq. in pl., ἡλίου τε καύμασιν S.OC350, cf. Hdt.3.104, X.Cyn.5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12; καύματα καὶ χειμῶνες Phld.Piet.87: in pl., also of frost, Ath.3.98b, Luc.Lex.2.    2 fever heat, Th.2.49; of inflamed conditions, Hp.VM19, Aph.7.13: metaph., of love, κ. ἀρσενικόν AP12.87.    II in pl., holes burnt by cautery, Hp.Art.11, Arist.Pr.863a31.    III brand on cattle, IG7.3171.44 (Orchom. Boeot.).    IV embers of sacrifices, Pl.Criti.12od.    V firewood, PLond.3.1166.6, al. (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] τό, Brand, bes. Sonnenbrand, Sommerhitze, Il. 5, 865; ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο καύματος ἰδαλίμου Hes. O. 413, vgl. 586; so auch Soph. Ant. 417; Plat. Phaedr. 242 a u. Folgde; oft im plur., ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Soph. O. C. 350; πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα Plat. Polit. 279 d; τόπους ὑπὸ καυμάτων διαφθειρομένους Isocr. 11, 12; Sp.; Fieberhitze, Plut. Alex. 66; Liebesgluth, ἀρσενικόν Ep. ad. 8 (XII, 87). Von heftiger Kälte, Frostbrand, Ath. III, 98 b Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

καῦμα: τό, (καίω), καίουσα θερμότης, ἰδίως τοῦ ἡλίου, ὁ καύσων, ἡ ὑπερβολικὴ ζέστη, ἡ βλαβερῶς ἐπιδρῶσα εἰς τὴν ὀργανικὴν ὕλην, καύματος, τῆς ἐκ τοῦ ἡλίου θερμότητος, Ἰλ. Ε. 865, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, 586, Σοφ. Ἀντ. 417, κτλ.· πρὶν ἂν τὸ κ. περέλθῃ, ἡ θερμότης, ὁ καύσων τῆς ἡμέρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α ῥᾳστήνην ἐν τῷ κ. παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 70D· ἐὰν ᾖ κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2· συχν. ἐν τῷ πληθ., τὸ θέρος ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸν χειμῶνα, ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Σοφ. Ο. Κ. 350, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 104, Ξεν. Κυν. 5. 9, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως ἐπὶ πάγου, Ἀθήν. 98Β, Λουκ. Λεξιφ. 2. 2) πυρετοῦ θερμότης, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Τιμ. 70D· ἐντεῦθεν, καυστικὸς πυρετός, Ἱππ. Ἀφ. 1258·- μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 87. ΙΙ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἐπὶ ὀπῶν ἃς ἤνοιξε τὸ καυτήριον, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 36.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. brûlure, particul.
1 brûlure par le soleil, chaleur ardente;
2 brûlure par le froid;
II. p. anal. chaleur de la fièvre ; fièvre ardente.
Étymologie: καίω.

English (Autenrieth)

ατος (καίω): burning heat, Il. 5.865†.

English (Strong)

from καίω; properly, a burn (concretely), but used (abstractly) of a glow: heat.

English (Thayer)

καύματος, τό (καίω), heat: of painful and burning heat, Sept.; in Greek writings from Homer down.)

Greek Monolingual

και κάμα (ΑΜ καῡμα, -ατος) καίω
1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας του ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ.
β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.)
2. έγκαυμα
μσν.
θυσία
μσν.-αρχ.
μτφ. ψυχικός πόνος, καημός
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ καύματα
α) το καλοκαίρι, σε αντιδιαστολή με τον χειμώνα
β) σφοδρό ψύχος
2. η θερμότητα του πυρετού («τοῑς σφόδρα πυρέττουσιν, ἐάν τε ἕν ἱμάτιον, ἐάν τε πολλὰ περιβεβλημένοι τυγχάνωσι, ταυτὸ καῡμα καὶ παραπλήσιον», Πλούτ.)
3. στιγματισμός τών ζώων με κάψιμο
4. η ασβόλη τών θυσιών, τα αποκαΐδια που έμεναν από τη θυσία («ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσίων καύματα χαμαὶ καθίζοντες», Πλάτ.)
5. ξύλο για κάψιμο, καυσόξυλο.