μεριμνώ
Greek Monolingual
(ΑM μεριμνῶ, -άω)
φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον
ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ)
μσν.
1. στενοχωριέμαι για κάτι
2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου
3. προβληματίζομαι με κάτι
4. υπενθυμίζω, υποδηλώνω
5. αδημονώ
6. δείχνω ενδιαφέρον για κάποιον
7. έχω κατά νου, προετοιμάζω
8. προκαλώ, προξενώ
9. αναζητώ
αρχ.
1. (με απρμφ.) επιμελούμαι, προσπαθώ να... («ἐσκεμμένος καὶ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν», Δημοσθ.)
2. (ιδίως για φιλόσοφο) ερευνώ, εξετάζω, μελετώ («τὰ μὲν ἀφανῆ μεριμνᾱν», Αριστοτ.)
3. παθ. γίνομαι αντικείμενο φροντίδων («αἱ δεύτεραι τράπεζαι πολυτελώς μεμεριμνημέναι», Αθήν.)
4. φρ. «πολλὰ μεριμνῶ» — έχω πολλές έγνοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μάλλον < μέριμνα, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση να είναι η λ. μέριμνα υποχωρητ. παρ. του μεριμνῶ].