είδηση
Greek Monolingual
η (AM εἴδησις)
1. πληροφορία, αγγελία
2. το ίδιο το γεγονός για το οποίο δίνεται η πληροφορία
νεοελλ.
Ι. 1. η πρώτη αναγγελία κάποιου γεγονότος στον Τύπο, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση
II. φρ.
1. «παίρνω είδηση» — καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
2. «δίνω είδηση» — ειδοποιώ, πληροφορώ
3. «φέρνω ειδήσεις» — γνωστοποιώ
(αρχ.- μσν.) γνώση, επίγνωση
μσν.
απόλυση, απομάκρυνση από κάποια θέση
αρχ.
1. μάθηση, γνώση
2. πληθ. εἰδήσεις
τρόποι μαθήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδησις σχηματίστηκε από την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα].