ὑμέτερος
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, Dor. and Ep. ὑμός (q.v.): (ὑμεῖς):—
A your, yours, Hom., etc.; with a Pron. added in gen., ὑμέτερος ἑκάστου θυμός the courage of each of you, Il.17.226; ὑμέτερος θυμὸς αὐτῶν your own mind, Od.2.138; ὑμέτερόνδε to your house, Il.23.86: τὸ ὑ. your part, your business, ἢν μὴ τὸ ὑ. αἴτιον γένηται Hdt.8.140.ά, cf. Pl.Grg.522c; τὸ δ' ὑ. πρᾶξαι your character is to... Th.1.70; τὰ ὑ. your goods, X.Cyr.3.2.12: in Prose sts. with the Article, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Pl.Lg.836c; and objectively, αἱ ὑ ἐλπίδες hopes raised by you, Th.1.69; ἐπὶ τῇ ὑ. παρακελεύσει for the purpose of advising you, Pl.Ap.36d. II poet. (never in Att.) sts. for σός, Sol.19.2, Call.Del.204, 227, Nonn.D.5.340, AP5.292 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1178] euer, eurig, Hom. u. Folgde überall; ὑμέτερος ἑκάστου θυμός, der Muth eines Jeden von euch, Il. 17, 226; ὑμέτερος αὐτῶν θυμός, euer eigener Sinn, Od. 2, 138; ὑμέτερόνδε, nach eurem Hause hin, Il. 23, 86; – τὸ ὑμέτερον, was an euch, eurem Theile ist, Her. 8, 140; πράττω τὸ ὑμέτερον δὴ τοῦτο, Plat. Gorg. 522 c. – In Prosa meistens mit dem Artikel, z. B. ταῖς ὑμετέραις πόλεσι, Plat. Legg. VIII, 836 c, u. sonst überall. – Bei Sp. steht es auch zuweilen statt σός, Jac. A. P. p. 119. 627. – S. auch ὑμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμέτερος: [ῡ], -α, -ον, Δωρ. καὶ Ἐπικ. ὑμός, ἴδε τὴν λέξιν (ὑμεῖς)· - ἰδικός σας, Λατιν. ve ter, Ὅμ., κλπ.· μετ’ ἄλλης ἀντωνυμίας κατὰ γενικήν, ὑμέτερον ἑκάστου θυμόν, τὸ μένος ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, Ἰλ. Ρ. 226 ὑμέτερος αὐτῶν θυμός, ἡ ἰδία ὑμῶν καρδία, Ὀδ. Β. 138· - ὑμέτερόνδε, εἰς τὸν ὑμέτερον οἶκον, Ἰλ. Ψ. 86· - τὸ ὑμέτερον, τὸ ἰδικόν σας μέρος, ὡς πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς, ἢν μὴ τὸ ὑμ. ἀντίον γένηται, ἂν μὴ ἐναντιωθῆτε ὑμεῖς, Ἡρόδ. 8. 140, 1, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 522C· τὸ δ’ ὑμ. πρᾶξαι, ἰδικός σας χαρακτὴρ εἶναι τὸ νά..., Θουκ. 1. 70· τὰ ὑμέτερα, δηλ. πράγματα ἢ κτήματα, Ξενοφ. Κύρ. 3. 2. 12· - παρὰ πεζογράφοις ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Πλάτ. Νόμ. 836C καὶ ἀντικειμενικῶς, αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, ἃς ὑμεῖς παρέχετε, Θουκ. 1. 69· τῇ ὑμ. παρακελεύσει Πλάτ. Ἀπολ. 36D. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ σός, Σόλων 11. 2, Καλλ. εἰς Δῆλ. 204 228, Ἀνθολ. ΙΙ. 5. 293· ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
votre, le vôtre ; avec un gén. : ὑμέτερος ἑκάστου θυμός IL votre courage à chacun de vous ; ὑμέτερος αὐτῶν θυμός OD votre propre cœur ; au sens Pass. αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες THC les espérances fondées sur vous ; τὸ ὑμέτερον ce qui vous concerne, votre intérêt, vos dispositions, votre caractère, vos habitudes ; τὰ ὑμέτερα vos biens.
Étymologie: ὑμεῖς.
English (Slater)
ῡμέτερος (-ον, -οι, -ων; -ας, -αν, -αι, -αις, -ας; -ον acc.: cf. ὑμός.)
1 your κείνων δ' ἦσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (i. e. of the Opuntians) (O. 9.54) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (i. e. of the people of Cyrene) (P. 4.255) θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (of the family of Xenarkes) (P. 8.72) ἕπεται δέ (ἐπέβα δέ Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (i. e. of you and your family) (N. 10.37) ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (of you and your family v. 4) (I. 4.3) Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον (Pae. 5.46) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν for your sake (Pae. 9.37) pl. pro sing., τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον (of Aigina) Πα. . 13. ὑμετεραι κ[ Θρ. 2. 4.
English (Strong)
from ὑμεῖς; yours, i.e. pertaining to you: your (own).
English (Thayer)
ὑμετέρᾳ, ὑμέτερον (ὑμεῖς), possessive pronoun of the 2nd person plural, your, yours;
a. possessed by you: with substantives, elz ἡμετέρας); τό ὑμέτερον substantively, opposed to τό ἀλλότριον, WH text τό ἡμέτερον); cf. Winer s Grammar, § 61,3a.).
b. allotted to yon: ὑμετέρας σωτηρίας, τῷ ὑμετέρῳ ἐληι, ὁ καιρός ὁ ὑμέτερος, the time appointed, opportune, for you, ὑμετέρᾳ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, proceeding from you: τόν ὑμέτερον, namely, λόγον, L T Tr WH text).
d. objectively (see ἐμός, c. β.; (Winer s Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,3)): ὑμετέρᾳ ( st ἡμετέρα) καύχησις, glorying in you, Buttmann, § 127,21.)
Greek Monolingual
-έρα, -ο / ὑμέτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)
1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.)
2. (σπαν. αντί του σός) δικός σου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑμέτερον
όσον αφορά το δικό σας μέρος, εσείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑμέτερα
πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμε- του ὑμεῖς + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].