σίναπι
English (LSJ)
τό, Anaxipp.1.45, PFay.122.4,12 (i/ii A.D.); gen. εως PTeb.9.13 (ii B.C.), Ev.Matt.13.31, POxy.920.2 (ii/iii A.D.), Alex.Trall.1.12; ιος PMich.Zen.72.9 (iii B.C.), PStrassb.102.9 (iii A.D.); ις PLond.2.453.6 (iv A.D.); dat. ι PFlor.20.21 (ii A.D.); also σίνᾱπυ, Diocl. Fr.120, PCair.Zen.608.31, 703.12 (iii B.C.); gen. υος Sor.2.15 cod.; σίνηπι, Archig. ap. Gal.12.813, Crito ib.817, Dsc.2.154, Artem.5.5, etc.; gen. εως Asclep. ap. Gal.13.248, Dsc.1.38, PLips.97 xxxiii 4 (iv A.D.), etc.; ιος Aret.CD1.2, v.l. in Polyaen.4.3.32, etc.; σίνηπυ, Nic. Fr.84, Dsc.Eup.1.14; also σίνηπυς, acc. υν, ὁ, Nic.Al.533, and σίνᾱπις, ἡ, Herod.Med.in Rh.Mus.58.88:—
A mustard, Sinapis alba:—in early Att. and Ion. none of these forms appear, but νᾶπυ, Hp.Vict.2.54, Morb.3.15, Mul.1.13, cf.Ath.9.367a, Phryn.255. II σίνηπι ἄγριον or Περσικόν,= θλάσπι, Ps.-Dsc.2.156. III σ. κηπαῖον, Brassica nigra, ib.154.
German (Pape)
[Seite 882] u. σίναπυ, τό, poet. σίνηπυ, υος, aus Nic. bei Ath. IX c. 2 (369 e), wo er als Ableitung angiebt, ὅτι σίνεται το ὺς ὦπας ἐν τῇ ὀδμῇ, – Senf, lat. sinapi; die bessern Att. brauchen aber keine dieser beiden Formen, sondern νᾶπυ, Ath. IX, 367 a; vgl. Lob. Phryn. p. 288; Crates bei Ath. a. a. O. führt aus Ar. Equitt. 631 βλέπε σίναπυ an, wo aber, wie Ath. auch bemerkt, ἔβλεψε νᾶπυ gelesen wird.
Greek (Liddell-Scott)
σίνᾱπῐ: [σῐ], εως, Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 45, Καιν. Διαθ., καὶ σίνᾱπυ, ῠος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 68Ε, τό· Ἰων. σίνηπι, εως, ἢ ιος, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 5, 5, Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην., κλπ., ἢ σίνηπυ Νίκ. παρ’ Ἀθην.366D· ὡσαύτως σίνηπυς, αἰτ. υν, ὁ, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, «σινᾶπι», Λατιν. sinapi· ― παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν οὐδεὶς τοιοῦτος τύπος εἶναι ἐν χρήσει, ἀλλὰ νᾶπυ, Ἀθήν. 367Α, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
sénevé ; moutarde.
Étymologie: DELG emprunt.
Par. νᾶπυ.
Spanish
English (Strong)
perhaps from sinomai (to hurt, i.e. sting); mustard (the plant): mustard.
English (Thayer)
(also σινηπι (but not in the N. T.), both later for the Attic νᾶπυ (so accented in late authors, better νᾶπυ), see Lob. ad Phryn., p. 288) (thought to be of Egyptian origin; cf. Vanicek, Fremdwörter, under the word νᾶπυ), σινάπεως (Buttmann, 14 (13)), τό, mustard, the name of a plant which in oriental countries grows from a very small seed and attains to the height of 'a tree' — ten feet and more; hence, a very small quantity of a thing is likened to a κόκκος σινάπεως (A. V. a grain of mustard seed), B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Mustard; Löw, Aram. Pflanzennamen, § 134; Carruthers in the ' Bible Educator' vol. i., p. 119f; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 472 f; Thomson, The Land and the Book, ii., 100f.)
Greek Monolingual
-άπεως, το, ΝΑ
βλ. σινάπι.
Greek Monotonic
σίνᾱπῐ: [σῐ], -εως, τό, Αττ. -νᾶπυ, το φυτό σινάπι, από τους αλεσμένους σπόρους του οποίου παρασκευάζεται η μουστάρδα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σίναπι: εως τό (= σίνηπι) бот. горчица: κόκκος σινάπεως NT горчичное зерно.