ἁλής

Revision as of 11:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ές, Ion., = Att. ἁθρόος,

   A thronged, crowded, in a mass, πολλὰ ἁλέα Hp.Mul.1.5, cf. Hdt.1.133; ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, al.: sg. with collective nouns, ἁ. γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς 7.157; ἁ. ἐὼν ὁ στρατός ib.236; ἁ. τροφή, αἷμα, Hp.Vict.2.45, Morb. 2.4. Adv. -έως prob. in Hp.Mul.1.36: neut. pl.as Adv., ἐκχέουσιν τὸ οὖρον ἁλέα Aret.SD2.2. [ᾱ, Call.Fr.86; ἀλέα λέσχην is v.l. Hes. Op. 493.] (sṃ-ϝαλής, cf. ϝαλῆναι.)

German (Pape)

[Seite 95] ές (ἁλέω, ἀολλής), ion. = ἀθρόος, versammelt, angehäuft; oft bei Her., ἁλὴς γενομένη ἡ Ἑλλάς 7, 157, vgl. 5, 157, sonst im plur.; auch Hippocr. Den Accent bestimmt Arcadius; es findet sich auch ἀλής als schlechtere Schreibart.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλής: -ές, Ἰων. λέξις ἰσοδύναμος τῇ Ἀττ. ἀθρόος, εἰς ἓν ὅλον ἠθροισμένος, Λατ. confertus, Ἡρόδ. καὶ Ἱππ., ἢ κατὰ πληθ. ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, Ἡρόδ. 9. 15· πρβλ. 1. 196., 3. 13,

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rassemblé, réuni en corps compact.
Étymologie: DELG cf. ἅλις.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ἄλης Hp.Mul.1.5; ἀλής Dam.in Phlb.236

• Prosodia: [ᾱ-]

• Morfología: [plu. neutr. no contr. ἄλεα Hp.l.c.]
1 en plu. reunido, agrupado, todo junto, en masa πολλὰ ἄλεα Hp.l.c., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, Call.Fr.191.9, χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι se sirven de muchos postres, pero no todos juntos Hdt.1.133
sg. c. colect. o nombres de masa ἁ. πάσα ἡ Ἑλλάς Hdt.7.157, στρατός Hdt.7.236, τροφή Hp.Vict.2.45, τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολή Hp.Morb.2.2, αἷμα Hp.Morb.2.4
como etim. de ἀλήθεια: παρὰ γὰρ τὸ «θεῖον ἀλὲς» ... ἔστι δὲ ἀλὲς μὲν τὸ συνηθροισμένον Dam.in Phlb.236.
2 adv. ἀλέως abundantemente ὑπὸ τοῦ αἵματος ἀλέως ἐξαπίνης κατελθόντος por la sangre que brota abundantemente de repente Hp.Mul.1.36.

• Etimología: De *°Hu̯°l- > αϝαλ- > λ-; cf. ἅλις y ἀολλής.

Greek Monolingual

ἁλής, -ὲς (Α)
συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος
το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ.
αθρόα, συγκεντρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» καθώς και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. αFλανέως. που απαντά σε επιγραφή της Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα (πρβλ. και τον επιρρηματ. τ. του Ησυχίου ἀλανέως «ολοσχερώς»). Η μορφολογική συγγένεια τών τ. ἁλής, ἀολλὴς καί αFλανέως οδηγεί στην υπόθεση ενός αρχικού τ. -Fl-νής, απ' όπου με τη διαφορετική κατά διαλέκτους αντιπροσώπευση του l (του φωνηεντικού λ.) -αλ-, -ολ-, -λα- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. ἁλής, ἀολλὴς καί ἀλανέως. Ειδικότερα το επίθ. ἁλὴς είναι πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. ἁFελ-νὴς (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση των -αε- σε , αφομοίωση -λν- > λλ και απλοποίηση). Εξάλλου η κατάληξηνὴς πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου Fελ-νος (Πρβλ. ἔθ-νος, κτῆ-νος, σμῆ-νος κ.λπ.). Σημειώνουμε ότι η ρ. -Fελ απαντά και στο ρ. εἴλω (αορ. ἀλῆναι) «στρίβω, συμπιέζω, ωθώ, συνωθώ», καθώς και στο επίρρ. ἅλις «κατά σωρούς, σωρηδόν». Το αρκτικό ἁ- της ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται συνήθως ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ sm-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση του επιθ. ἁλής. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. (πρβλ. ἀλία «συγκέντρωση», ἀλιάσσιος βλ. ἀλίασσις) ψιλούνται συνήθως στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η δασύτητα (h). Παρεκτεταμένος τ. του επιθ. ἁλὴς είναι και η αττ. λ. ἡλιαία (δωρ. ἀλιαία) «συγκέντρωση (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το - του ἡλιαία, από τροπή του αρκτικού μακρού του επιθ. ἁλὴς καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -η- (και ίσως η δασεία) είναι πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ουσ. ἥλιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλία, ἁλίζω, ἡλιαία.

Greek Monotonic

ἁλής: [ᾱ], -ές (εἴλω, πρβλ. ἀολλής), Ιων. λέξη ισοδύν. με την Αττ. ἀθρόας, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, πυκνός, γεμάτος κόσμο, συσσωρευμένος μεμιάς, Λατ. confertus, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· είτε στον πληθ., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, είτε με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη πᾶσαἙλλάς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλής: (ᾱ) собранный в кучу, соединенный вместе: ἁ. γενομένη πᾶσαἙλλάς Her. соединенные силы всей Эллады; κατὰ μὲν ἕνα …, ἁλέες δέ Her. поодиночке …, но все вместе.