εταίρος

Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Greek Monolingual

ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη)
1. ο σύντροφος, ο φίλος
2. ο συνεταίρος
3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας
4. θηλ. η εταίρα
πόρνη
νεοελλ.
(νομ.) αυτός που μετέχει μαζί με άλλον ή άλλους σε εταιρεία
αρχ.
1. ο σύντροφος στα όπλα («οἴκαδ' ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῑς ἑτάροισιν Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε» — αφού φτάσεις στην πατρίδα βασίλευε με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου στους Μυρμιδόνες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἀνὴρ ἑταῑρος» — γνώριμος, φίλος
β) «ἐσθλὸς ἑταῑρος», Ομ. Οδ.
για ούριο άνεμο
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἑταῑροι
οι σωματοφύλακες (σώμα ιππικού στον μακεδονικό στρατό)
4. μαθητής ή συνομιλητής διδάσκαλος
5. σπαν. εραστής
6. το θηλ. ἑταίρα
α) η σύντροφος («Ἔρις... Ἄρεος... κασιγνήτη ἑτάρη τε», Ομ. Ιλ.)
β) παλλακίδα, σε διάκριση με τη νόμιμη σύζυγο («καὶ σὺ νῡν, οὐχ ὡς λέγεις πόρνης, ἑταίρας δὲ εἰς ἔρωτα τυγχάνεις» — και εσύ λοιπόν δεν έχεις σχέση ερωτική με πόρνη, αλλά με εταίρα, Αναξίλ.)
7. ως επίθ. α) συμμέτοχος («τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῑρον», Πλάτ.)
β) (για ζώα) αυτός που ανήκει σε αγέλη
γ) φρ. «σαρδῶν γένος πέτρῃσιν ἑταῑρον» — σταθερό, που μένει συνεχώς στις πέτρες (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εταίρος, από τον οποίο προήλθε το θηλ. εταίρα, δημιουργήθηκε από θηλ. έταιρα, το οποίο με τη σειρά του προήλθε απο τον ομηρ. τ. έταρος (πρβλ. χίμαρος > χίμαιρα) ήτοι: έταρος > έταιρα > εταίρος. Η λ. εταίρος παρασυσχετίστηκε με το σημασιολογικώς συγγενές έτης, Fέτᾱς «συγγενής, ομόφυλος», ενώ στον τ. εταίρος δεν εμφανίζεται F-. Έτσι θεωρείται ορθότερη η ετυμολόγηση της λ. από ΙΕ se- (παρά από swe- (πρβλ. -έ), με παρέκταση -τ και επίθημα -αρός (πρβλ. γεγαρός, νεαρός), ήτοι έταρος < se-t-aros.
ΠΑΡ. αρχ. εταιρίδεια, εταιρίζω, εταιρίς, εταιροσύνη, εταιρόσυνος, εταιρώ
αρχ.-μσν.. εταιρεύομαι
μσν.- νεοελλ.
εταιρικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. εταιροποιούμαι, ετεροτρόφος].