σκαλμός

Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom.7.42, A.Pers.376, E.Hel.1598, IT1347; ὑπομόχλιον ὁ σ. γίνεται Arist.Mech.850b11; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Arr.Ind.27.5:—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, Ruf. ap. Orib.49.26.6.    II σ. θρανίτης a bank or bench of rowers, Plb.16.3.4.    III = σκαλισμός 1, POxy.1631.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Pflock am Seitenbord des Schiffes, od. das Lager, worauf das Ruder ruht u. angebunden wird, der Dallen; τρωποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368; ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας ἄγοντες, Eur. I. T. 1347; Hel. 1614; in Prosa, Pol. 16, 3, 4; vgl. Böckh Att. Seew.

Greek (Liddell-Scott)

σκαλμός: ὁ, τὸ ξύλονπασσαλίσκος πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ κώπη διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «σκαρμός», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· ὑπομόχλιον ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. θρανίτης, κάθισμα ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.
Étymologie: σκάλλω.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν
ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο της οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί
νεοελλ.
1. ζωολ. κοινή ονομασία του ψαριού Synodus saurus
2. φρ. α) «δίκρανοςδικρανωτός] σκαλμός»
ναυτ. μεταλλικός σκαλμός του οποίου το άνω άκρο, που εξέχει, καταλήγει σε διχάλα μέσα στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το κουπί κατά την κωπηλασία
β) «σκαρμοί της πόστας»
ναυτ. οι σταμίνες πλοίου
αρχ.
φρ. «σκαλμὸς θρανίτης» — κάθισμα ερετών, κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που αναφέρεται στην τεχνική κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα skl- της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κόβω» (βλ. και λ. σκάλλω) με κατάλ. -μός. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, επίσης, εργαλεία
πρβλ. αρχ. νορβ. skalm «αιχμή δικράνου», ολλ. schalm «λεπτή σανίδα», αγγλ. helm «λαβή πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. σκαρμός με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].
(II)
ὁ, Α σκάλλω
το σκάλισμα.

Greek Monotonic

σκαλμός: ὁ, ξύλινο καρφί ή μικρός πάσσαλος στον οποίο οι Έλληνες έδεναν το κουπί του πλοίου με έναν ιμάντα (τροπωτήρ), σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλμός -οῦ, ὁ [σκάλλω] roeipin, dol.

Russian (Dvoretsky)

σκαλμός: ὁ весельный колок, уключина HH, Aesch., Eur., Arst.: σ. θρανίτης Polyb. уключина верхней скамьи, т. е. гребец верхнего ряда.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: thole (h. Hom., A., E., Arist., Plb.).
Derivatives: -μίδιον n. (Com. Adesp.). Besides σκάλμη f. short sword, knife (S. Fr. 620, after H. = μάχαιρα Θρᾳκία).
Origin: IE [Indo-European] [923] *skel(H)- cut
Etymology: A quite close agreement is found in Germ. in a des. of diff. split or cut objects: OWNo. skalm f. tooth of a fork, pod of a fruit, short sword, Swed. skalm f., arm of a fork etc., LGerm. schalm thin strip of wood, OHG scalm boat, PGm. *skal-ma \/ ō-, IE *skol-mo \/ ā-. Besides without anl. s- e.g. Lith. kélmas stump of a tree, stem (further in Fraenkel s. v.). The for σκαλμός, -μη required zero grade was formed after σκάλλω, and with an original sense of split v. t. The special meaning thole is a Greek innovation (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 6). -- Did *skl̥mo- give σκαλμο- (one could expect *σκλαμο-?); esp. the Thrac. word is uncertain. Cf. the end of σκάλλω, where Frisk assumes a form independent of this verb, which is rather vague.

Middle Liddell

σκαλμός, οῦ, ὁ,
the pin or thole to which the Greek oar was fastened by a thong (τροπωτήῤ, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

σκαλμός: {skalmós}
Grammar: m.
Meaning: Ruderpflock (h. Hom., A., E., Arist., Plb. u. a.).
Derivative: -μίδιον n. (Kom. Adesp.). Daneben σκάλμη f. kurzes Schwert, Messer (S. Fr. 620, nach H. = μάχαιρα Θρᾳκία).
Etymology : Eine ganz nahe Entsprechung bietet im Germ. eine Bez. verschiedener gespaltener od. geschnittener Gegenstände: awno. skalm f. Zinke einer Gabel, Fruchthülse, kurzes Schwert, schwed. skalm f., Gabelarm, nd. schalm dünner Holzstreifen, ahd. scalm Kahn, urgr. *skal-ma / ō-, idg. *sqol-mo / ā-. Daneben ohne anl. s- z.B. lit. kélmas Baumstumpf, Stamm (weiteres bei Fraenkel s. v.). Die für σκαλμός, -μη anzusetzende Schwundstufe hat sich nach σκάλλω gerichtet, u. zw. m einem ursprünglicheren Sinn von spalten o. ä. Die spezielle Bed. Ruderpflock ist eine griechische Neuerung (vgl. Chantraine Étrennes Benveniste 6).
Page 2,716