νήνεμος

Revision as of 22:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (νη-, ἄνεμος)

   A without wind, calm, αἰθήρ Il.8.556, Ar.Th.43 (anap.); γαλάνα A.Ag.740 (lyr.); πέλαγος E.Hel.1456 (lyr.); αἴθρη Ar.Av.778 (lyr.); νηνέμους ἔσχεν αἰθὴρ δρόμους Limen.8; ἐν νηνέμοις in windless places, Thphr. HP1.8.1: Comp., διὰ τὸ -ώτερον εἶναι Arist.Mete.373a24 (s.v.l.).    2 metaph., ν. ἔστησ' ὄχλον E.Hec.533; ν. ἔχειν τὴν ψυχήν Plu.2.589d.

German (Pape)

[Seite 252] ον (νη – ἄνεμος), ohne Wind, windstill; αἰθήρ, Il. 8, 556; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών, Aesch. Ag. 566; αἴθρη, Ar. Av. 778; Sp.; übh. still, ruhig, φρόνημα μὲν νηνέμου γαλάνας, Aesch. Ag. 720; νήνεμον δ' ἔστησ' ὄχλον, Eur. Hec. 531; übertr., ψυχή, Plut. de genio Socrat. 20.

Greek (Liddell-Scott)

νήνεμος: -ον, (νη-, ἄνεμος) ὁ ἄνευ ἀνέμου, ἤρεμος, ἥσυχος, αἰθὴρ Ἰλ. Θ. 556, Ἀριστοφ. Θεσμ. 43· γαλάνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· πέλαγος Εὐρ. Ἑλ. 1456· αἴθρη Ἀριστοφ. Ὄρν. 778. 2) μεταφορ., ἥσυχος, ἤρεμος, ν. ἔστησ’ ὄχλον Εὐρ. Ἑκ. 533· ν. ἔχειν τὴν ψυχὴν Πλούτ. 2. 589D· - ἐν χρήσει μετὰ τοῦ εἶναι ἀπροσώπως, διὰ τὸ νηνεμώτερον εἶναι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vents ; calme, tranquille.
Étymologie: νη-, ἄνεμος.

English (Autenrieth)

(νη-, ἄνεμος): windless, breathless; αἰθήρ, Il. 8.556†.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νήνεμος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από άνεμο, ο χωρίς άνεμο, ο ήρεμος («ὅτε τ' ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος («νήνεμον ἒχειν τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.νήνεμος
τόπος ὅπου δεν πνέει άνεμος, απάνεμος, απάγκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα ν(η)- + ἄνεμος (πρβλ. αν-ήνεμος, δυσ-ήνεμος)].

Greek Monotonic

νήνεμος: -ον (νη-, ἄνεμος), χωρίς άνεμο, άπνοος, ήρεμος, ήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., νήνεμον ἔστησ' ὄχλον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νήνεμος: ἄνεμος
1) безветренный, тихий (αἰθήρ Hom.; γαλάνα Aesch.; πέλαγος Eur.);
2) безмолвный, недвижимый (ὄχλος Eur.);
3) спокойный, безмятежный (ψυχή Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: without wind (Hom.)
Origin: IE [Indo-European] [38] *h₂nh₁- breathe
Etymology: *n̥- and ἄνεμος.

Middle Liddell

νή-νεμος, ον, [νη-, ἄνεμος
without wind, breezeless, calm, hushed, Il., Aesch., Eur.:—metaph., ν. ἔστησ' ὄχλον Eur.