ἀπότομος

Revision as of 14:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A cut off, στροφέων ἀ. μῆκος πήχεων πέντε IG11(2).287 A49 (Delos, iii B.C.); esp. sheer, precipitous, ἀ.ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Hdt.1.84, cf. 4.62; ἀ. ἐκ θαλάττης Pl.Criti. 118a; τὰ ἀ. precipices, Philostr.VA3.4; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, S.OT877 (lyr.). Adv. -μως, ἔχειν Philostr.VA2.5.    2 metaph., severe, relentless, λῆμα E.Alc.981 (lyr.); κρίσις LXX Wi.6.6. Adv. -ως ib.5.22, Plb.18.11.2, Plu.Crass.3, etc.; brusquely, prob. l. in Cic.Att.10.11.5.    b of persons, severe, Ph.2.268.    c of gladiatorial combats, a fight to a finish, ἑνόζυγον ἀπότομον IGRom. 4.1632; ἀπότομα alone, μουσεῖον καὶ Βιβλ. 1876/8 No.153; μονομαχιῶν τρεῖς ἡμέρας ἀποτόμους Inscr.Magn. 163.10, cf. IGRom.3.360.9 (Sagalassus), CIG2880 (Branchidae).    3 concise, συγκεφαλαίωσις Plb.9.32.6.    4 c. gen., οἱ καθηγητῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες offshoots of our founders, Phld.Lib.p.22 O.    5 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί, Hsch.: ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσόψεως, Id.    II absolute: Adv. -μως absolutely, οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν ἀ. οὔτε κακὸν οὔτ' ἀγαθόν Isoc.6.50, cf. D.61.4; ἀ. ἀληθής Phld.Mus.p.98 K.; precisely, in the strictest sense, τοῖς ὀνόμασι χρῆσθαι Isoc.9.10.

German (Pape)

[Seite 331] abgeschnitten, a) von Bergen, schroff, steil, χωρίον Her. 1, 84. 4, 62; καὶ ὑψηλός Plat. Critia 118 a; ὄρη Xen. An. 4, 1, 2 u. öfter Folgde; übertr., streng, grausam, ἀνάγκη Soph. O. R. 877; so adv. bei Cic. Att. 12, 6. – b) kurz, συγκεφαλαίωσις Pol. 9, 32, 6. – c) bes. im adv., von Anderen abgeschnitten, für sich betrachtet, absolut, Dem. 61. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότομος: -ον, ἀπόκρημνος, ἀπ. ἐστι ταύτῃἀκρόπολις Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. 4. 62· ἀπ. ἐκ θαλάττης Πλάτ. Κριτί. 118Α· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, μεταφορικῶς ἐκ τῆς θέσεως ἐκείνου ὅστις περιπατῶν αἴφνης εὑρίσκει ἑαυτὸν παρὰ τὸ χεῖλος κρημνοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 877· πρβλ. αἰπὺς ὄλεθρος. 2) μεταφ., αὐστηρός, ἀδυσώπητος, ἀποτόμου λήματος Εὐρ. Ἄλκ. 983· κρίσις Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 6). 3) σύντομος, συγκεφαλαίωσις Πολύβ. 9.32,6. ΙΙ. ἀπόλυτος, ἐπίρρ. -μως, ἀπολύτως, ἀκριβῶς, Ἰσοκρ. 126Β, Δημ. 1402. 16, ἴδε Jacobson εἰς Ἐπιστ. Πολυκάρπ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé à pic, abrupt, escarpé ; fig. funeste : ἀπότομος ἀνάγκη SOPH abîme de misère ; ἀπότομον λῆμα EUR volonté tranchante.
Étymologie: ἀποτέμνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1recortado, conciso, corto συγκεφαλαίωσις Plb.9.32.6
recortado, no difuso, delimitado τὸ φῶς βάλλειν ἀπότομον καὶ πυρῶδες el sol al amanecer en los trópicos, D.S.3.48.
2 subst. τὸ ἀ. lo deslindado, finca privada τōν ἀποτόμον καὶ τōν δαμοσίον de las fincas privadas y de las públicas, IG 92(1).609.2 (Naupacto V a.C.).
3 subst. τὸ ἀ. tablón aserrado, tabla c. gen. partit. τῶν στροφέων ἀπότομον μῆκος πήχεων πέντε de los troncos, un tablón aserrado de cinco codos de ancho, IG 11(2).287B.149 (Delos III a.C.), κυπαρισσίνων ἀπότομον IG 11(2).287B.150 (Delos III a.C.), πτελεϊνων ἀπότομα τρία tres tablas de olmo, IG 11(2).287B.151 (Delos III a.C.), cf. BGU 1546.6 (III a.C.)
abs. vástago, rama Thphr.CP 3.14.5
fig. οἱ καθ[ηγη] τῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες habiendo llegado así a ser los vástagos de los maestros Phld.Lib.p.22.
4 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί prob. castrados Hsch., pero ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσόψεως Hsch.
II 1abrupto, escarpado, cortado a pico ἀκρόπολις Hdt.1.84, cf. 4.62, ὄρη ἀ. X.An.4.1.2, D.C.74.7.2, λόφοι Plb.12.17.5, πέτραι Arist.HA 564a6
κατὰ τὰ ἀποτομώτατα δοκοῦντα εἶναι por los lugares que parecían más escarpados X.Cyr.7.2.3, ἐκ θαλάσσης Pl.Criti.118a, Plb.4.56.6, ἐκ μὲν τῶν ἄλλων μερῶν I.BI 3.158
empinado ἁψῖσι δὲ πάνυ ἀποτόμοις Luc.Hipp.4
subst. τὸ ἀ. lugar escarpado, quebrado ἐν ἀποτόμοις δὲ καὶ ὁ ἱέραξ νεοττεύει Arist.HA 615a3, cf. Philostr.VA 3.4, τῶν κρημνῶν τὸ ἀ. lo escarpado de las cumbres I.AI 3.76.
2 fig. ref. al estilo abrupto, áspero τὸ ὕψος τὸ ἀπότομον Longin.39.4, τροπαί Phot.Bibl.126b.6, cf. Dion.Ar.CH M.3.137B.
3 fig. severo, riguroso, duro, implacable (ὕβρις) ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν S.OT 877, κρίσις LXX Sap.6.5, νόμος D.S.2.57, ὀργή LXX Sap.5.20, ἦθος I.AI 19.329, διάνοια Cyr.H.Catech.15.12
de pers. βασιλεύς LXX Sap.11.10, cf. Ph.2.268, Heph.Astr.3.37.3, Polyc.Sm.Ep.6.1, Const.App.2.21.1
subst. τὸ ἀ. c. gen. severidad, rigor φοβηθείσας τὸ ἀ. τοῦ πατρός D.S.5.62, τὸ ἀ. τῆς τιμωρίας D.S.1.65, τὸ ἀ. τῆς βλάβας Diotog.p.74.28.
III decisorio, de combates de gladiadores sin cuartel ζεύγη ἀπότομα δύο καὶ θηρία σφακτά ICr.4.305.9 (Gortina III d.C.), cf. Robert, Les Gladiateurs 139.8, IEphesos 3070.11, ἑνόζυγον IGR 4.1632.8 (Lidia)
ποιήσαντα μονομαχιῶν ἡμέρας τρεῖς ἀποτόμους IM 163.10 (Sagalaso), cf. Didyma 279a12 (Branquidas), πυγμή Artem.5.58, πολεμιστής guerrero que no da cuartel LXX Sap.18.15
subst. ἀπότομα combates (de gladiadores) sin cuartel Robert, Les Gladiateurs 231 (Esmirna).
IV adv. -ως
1 abruptamente, en cuesta empinada de un puerto de montaña εἶχεν Philostr.VA 2.5.
2 severa, dura, implacablemente κατηγορεῖν Plb.18.11.2, esp. al exigir la devolución de dinero ἀ. ad me scripserat de nummis curandis Cic.Att.202.5, cf. Plu.Crass.3, Hsch.
3 rigurosamente, absolutamente οὐδὲν γὰρ τῶν τοιούτων ἐστὶ ἀ. οὔτε κακὸν οὔτε ἀγαθόν Isoc.6.50, cf. D.61.4, ἀ. ἀληθής Phld.Mus.4.28.24
ἀ. καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον ... ἀναγκαῖόν ἐστιν χρῆσθαι (al orador, por oposición al poeta) exclusivamente le es dado servirse del vocabulario de su ciudad Isoc.9.10, ἀκριβῆ καὶ τεταγμένην ἀ. δίαιταν Plu.2.131b.
4 decididamente πᾶσαν ἀποτόμως σφίσι παρείχοντο τὴν χρείαν (los masaliotas) estaban volcados a ofrecer todo servicio a los romanos Plb.3.95.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπότομος, -ον) αποτέμνω
1. απόκρημνος
2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος
3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός
αρχ.
1. αυστηρός, αδυσώπητος
2. σύντομος
3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής.

Greek Monotonic

ἀπότομος: -ον (ἀποτέμνω
1. αυτός που έχει αποσχισθεί, απόκρημνος, βαραθρώδης, κρημνώδης, σε Ηρόδ.· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, μεταφ., από τη θέση εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, σε Σοφ.
2. μεταφ., τραχύς, αυστηρός, ανηλεής, αδυσώπητος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότομος:
1) срезанный; тж. обрывистый, крутой (χωρίον Her.; ὄρη Xen.; τόπος Plat.; πέτραι Arst., Plut.);
2) суровый, строгий (ἀνάγκη Soph.; λῆμα Eur.);
3) сжатый, краткий (συγκεφαλαίωσις Polyb.).

Middle Liddell

ἀποτέμνω
1. cut off, abrupt, precipitous, Hdt.; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, Soph.
2. metaph. severe, relentless, Eur.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep