εξετάζω

Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Greek Monolingual

(AM ἐξετάζω) ετάζω
1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.)
2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)
3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)
4. είμαι πολύ επιφυλακτικός να αποδεχθώ κάτι, λεπτολογώ
νεοελλ.
1. με γραπτή ή προφορική δοκιμασία αξιολογώ την επίδοση τών εξεταζομένων
2. (για γιατρό) ερευνώ επιστημονικά τον οργανισμό για να κάνω διάγνωση για την κατάσταση της υγείας
μσν.
1. εξακριβώνω
2. μελετώ, σχεδιάζω
αρχ.
1. υποβάλλω κάποιον σε δοκιμασία για να εξακριβώσω το ήθος, την αξία του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», Δημοσθ.)
2. αναφέρω με τη σειρά, απαριθμώ («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)
3. παθ. συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», Δημοσθ.)
4. προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. κλάση («ἔχαιρε γὰρ ὁ δῆμος αὐτῷ μετὰ θρίαμβον ἐν τοῖς ἱππικοῑς ἐξεταζομένῳ», Πλούτ.)
5. παθ. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
6. φρ. ἐξετάζω πρός τίναπρός τι» — συγκρίνω, παραβάλλω.