ἀγωνιστικός

Revision as of 10:05, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ή, όν,
A fit for contest, esp. in the games, δύναμις ἀγωνιστική Arist.Rh.1360b22; ἀγωνιστικὴ σώματος ἀρετή ib.1361b21; ἡ ἀγωνιστική = the art of combat or contest, Pi.Sph.225a sq.; τὸ ἀγωνιστικόν ib.219c, 219e.
2 fit for contest in speaking, ἀγωνιστικὴ λέξις debating style, Arist.Rh.1413b9; contentions, λόγοι Id.SE165b11, al.; ἀγωνιστικαὶ διατριβαί Id.Top.157a23: Comp. ἀγωνιστικώτεραι, προτάσεις Alex.Aphr. in Top.522.27.
3 masterly, striking, ἀ. προρρήματα Hp.Art.58; ἀγωνιστικόν τι ἔχουσα = having in it something glorious, ib.70; πράξεις Men.Rh. p.384S.
b Rhet., striking, impressive, Longin.23.1; ἀγωνιστικόν, τό, Id.22.3: Sup. ἀγωνιστικώτατος ἑαυτοῦ, of Plato, Them.Or.34p.448D.
4 Medic., 'heroic', i.e. copious, πόσεις Philagr. ap. Orib.5.19. Adv. ἀγωνιστικῶς Herod.ib.5.30.31, Gal.15.499; and so of 'heroic' measures generally, ἀγωνιστικῶς θεραπεύειν 18(1).61.
II of persons, contentious, eager for applause, Pl.Men.75c, Phld.Oec.p.65J.
III Adv. ἀγωνιστικῶς = contentiously, Arist.Top.164b15; ἀγωνιστικῶς ἔχειν = to be disposed to fight, Plu. Sull.16: Comp., ἐπιστολὰς ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr. VS2.33.3.
2 dramatically, ᾄδειν Arist.Pr.918b21; opp. καταστατικῶς, Aps.p.266 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωνιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, κατάλληλος πρὸς ἀγῶνα· ἰδίᾳ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, δύναμις ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ τέχνη τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) κατάλληλος, ἐπιτήδειος πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. λέξις, ὕφος συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, ἐπιτήδειος, γενναῖος, τολμηρός, ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐριστικός, ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον ὕφος, Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; fig. qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1propio de la lucha, de la lucha, εἶδος Pl.Sph.219c
subst. ἡ ἀ. el arte de la lucha Pl.Sph.225a
fig. en la definición del sofista τῆς γὰρ ἀγωνιστικῆς περὶ λόγους ἦν τις ἀθλητής Pl.Sph.231e, πράξεις Men.Rh.384
apropiado para contender δύναμις Arist.Rh.1360b22, ἀρετή Arist.Rh.1361b21
subst. τὸ ἀ. consejos para el combate Afric.Cest.1.3 tít.
2 apropiado para el debate o discusión λέξις Arist.Rh.1413b9, λόγοι Arist.SE 165b11, διατριβαί Arist.Top.161a23, σχῆμα Aristid.Pro.118.12
de personas dado a la discusión, polemista Pl.Men.75c.
II fig.
1 magistral, espectacular ἀγωνιστικόν τι ἔχουσα Hp.Art.70, προρρήματα λαμπρὰ καὶ ἀγωνιστικά predicciones brillantes y espectaculares Hp.Art.58
ret., de ciertas figuras, Longin.23.1, Them.Or.34.448D.
2 medic. enorme, copioso, masivo πόσεις Philagr.2.29.
III adv. -ῶς
1 de manera polémica διαλέγεσθαι Arist.Top.164b15, ἐπιστολὰς ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr.VS 628, cf. Aps.Rh.266
ἀ. ἔχειν tener ganas de lucha Plu.Sull.16
valientemente ἀντικαθίστασθαι πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀ. Euagr.Pont.Or.136.
2 a la manera del teatro ᾄδειν Arist.Pr.918b21.
3 medic. masiva, intensamente θεραπεύειν Gal.18(1).61, cf. Herod.Med. en Orib.5.30.31.

Greek Monotonic

ἀγωνιστικός: -ή, -όν (ἀγωνίζομαι),
I. κατάλληλος, ικανός για αγώνα ή για συζήτηση ή αλλιώς αγώνα λόγων, σε Αριστ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανταγωνιστικός, αυτός που διψά για επαίνους, επιδοκιμασία, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, με αντιπαράθεση· ἀγωνιστικῶς ἔχειν, διατίθεμαι ή διάκειμαι για μάχη, φιλονικία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωνιστικός:
1) пригодный для состязаний (σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.);
2) задорный, полемический (λόγοι Arst., Plut.);
3) склонный к спорам (τῶν σοφῶν τις Plat.).

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
I. fit for contest or debate, Arist.
II. of persons, contentious, eager for applause, Plat.:—adv. -κῶς, contentiously, ἀγ. ἔχειν to be disposed to fight, Plut.