εγείρω

Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐγείρω)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος
3. οικοδομώ, χτίζω
4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώεγείρω αξιώσεις»)
5. σηκώνομαι από τη θέση μου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω
αρχ.
1. προάγω, προωθώ
2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά
3. φρουρώ, αγρυπνώ
4. εξάπτομαι, διεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστώτας εγείρω εμφανίζεται ως υστερογενής σχηματισμός από τον αόρ. έγρετο και ο παρακμ. εγρήγορα (πρβλ. αρχ. ινδ. jāgāra, αβ. ĵa-gāra «ξαγρυπνώ») < γήγορα με επίδραση του απρμφ. αορ. εγρέσθαι. Ανερμήνευτο παραμένει το αρχικό ε- και αναπόδεικτες οι υποθέσεις ότι πρόκειται για προθηματικό στοιχείο ή προϊόν ανομοίωσης σε υποθετικό αόριστο με αναδιπλασιασμό γέ- γρ-ετο, ο οποίος όμως μαρτυρείται στην αρχ. Ινδική (πρβλ. ά-jī-gar, ji-gr-tάm). To ομηρικό εγρήσσω είναι παρεκτεταμένος εκφραστικός ενεστωτικός σχηματισμός κατά τα ρήματα σε -σσω (πρβλ. πτήσσω, κνώσσω). Οι τύποι αυτής της ομάδας λέξεων στη νέα Ελληνική έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σημασιολογικά
οι λέξεις που προέρχονται από το θ. του παρακμ. εγρήγορα εκφράζουν την έννοια της ταχύτητας (πρβλ. γρήγορος), ενώ ο μεταπλασμένος ενεστώτας γέρνω, ο αόρ. έγειρα χρησιμοποιούνται με τη σημασία «σκύβω, κλίνω»].