ἀγαλλιάω

Revision as of 12:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

late form of ἀγάλλομαι, rejoice exceedingly, Apoc.19.7 (v.l. ἀγαλλιώμεθα) ; ἠγαλλίᾱσα Ev.Luc.1.47, cf. POxy.1592.4 (iii/iv A.D.):—more common as Dep. ἀγαλλιάομαι, LXX Is.12.6, al.: fut. -άσομαι Ps.5.11: aor. ἠγαλλιᾱσάμην Ps.15(16).2, Ev.Jo.8.56; ἠγαλλιάσθην ib.5.35.—This family of words seems also to have been used in malam partem, ἀγαλλιάζει· λοιδορεῖται, ἀγάλλιος· λοίδορος, ἀγαλμός· λοιδορία, Hsch., cf. EM7.8.

Spanish (DGE)

gener. en v. med. regocijarse, exultar c. el culto ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόν LXX Ps.83.3, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ LXX Ps.67.4, ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳ LXX Ps.34.9, en el júbilo mesiánico ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου LXX Ps.12.6, cf. Ign.Magn.1.1
ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου LXX Ps.15.9, Act.Ap.2.26, cf. LXX Ps.50.16, ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας LXX Ps.96.8, cf. 47.12, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε Eu.Matt.5.12
c. personificaciones ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ LXX Pa.1.16.31, Ps.95.11, 96.1, Is.49.13, cf. Gr.Nyss.Res.319.22, τὰ ξύλα LXX Ps.95.12, ἔρημος LXX Is.35.1
c. ac. ἀ. τὴν δικαιοσύνην LXX Ps.50.16, 1Ep.Clem.18.15, (τὸν βασιλέα) LXX To.13.9BA
por la inspiración profética ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπεν Eu.Luc.10.21
tb. en v. act. regocijarse χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμεν Apoc.19.7, cf. Eu.Luc.1.47, POxy.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230.

German (Pape)

[Seite 7] (ἀγάλλω), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀγάλλομαι - χαίρω καθ’ ὑπερβολήν. Ἀποκάλ. ιθ΄, 7, (ἄλλη γραφ. ἀγγαλλιώμεθα): ἠγαλλίᾱσα, Εὐαγ. Λουκ. α΄, 47: - συνηθέστερον ὡς ἀποθ. ἀγαλλιάομαι ἢ ἀγαλλιάζομαι, Π. Δ.: μέλλ. -άσομαι αὐτ.: ἀόρ. ἠγαλλιᾱσάμην, Ψαλμ. ιε΄, 9, Εὐαγ. Ἰω. η΄, 56. Ὡσαύτως ἠγαλλιάσθην, Εὐαγ. Ἰω. ε΄, 35. - Ἀλλὰ καὶ αὕτη τῶν λέξεων ἡ οἰκογένεια φαίνεται ὅτι ἦτο ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ κακῷ, ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται· ἀγαλμός, λοιδορία· ἀγάλλιος, λοίδορος, Ἡσύχ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 7, 8· ἔν τινι, ἐπί τινι.

English (Abbott-Smith)

ἀγαλλιάω, -ῶ, Hellenistic form of cl. ἀγάλλω, to glorify, mid. -ομαι, to exult in; [in LXX (most freq. in Pss.) chiefly for גיל, רנן pi.;]
to exult, rejoice greatly: seq. ἐπί, c. dat., Lk 1:47; c. dat. mod., I Pe 1:8, Re 19:7. Mid., with same sense: Mt 5:12, Lk 10:21, Ac 2:26, 16:34, I Pe 4:13; seq. ἵνα, Jo 8:56; ἐν, Jo 5:35 (1 aor. pass. perhaps as mid.; but v. Mozley, Psalter, 5), I Pe 1:6 (Cremer, 590). †

English (Strong)

from agan (much) and ἅλλομαι; properly, to jump for joy, i.e. exult: be (exceeding) glad, with exceeding joy, rejoice (greatly).

Greek Monotonic

ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος του ἀγάλλομαι, χαίρομαι, αγαλλιάζω υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ ἠγαλλίᾱσα, στον ίδ.· επίσης ως αποθ., ἀγαλλιάομαι ή ἀγαλλιάζομαι, μέλ. ἀγαλλιάσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ ἠγαλλιᾱσάμην και Παθ. ἠγαλλιάσθην, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀγαλλιάω: NT = ἀγάλλομαι (см. ἀγάλλω).

Middle Liddell

late form of ἀγάλλομαι]
to rejoice exceedingly, NTest.

Chinese

原文音譯:¢gali£w 阿格阿利阿哦
詞類次數:動詞(11)
原文字根:非常-躍 相當於: (גִּיל‎) (עָלַץ‎) (רוּן‎ / רָנַן‎) (שָׂמַח‎)
字義溯源:歡騰,大喜,狂歡,快樂,喜樂,歡樂,歡喜,喜歡,大有喜樂;說到禧年中自由的歡躍;由(ἄγαμος)X*=多,甚)與(ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)*=跳)組成。這字的本意是:極其的歡喜,描述在禧年自由歡騰的光景。大大的歡樂也是神子民的標誌和目標,雖然今天在地上滿了迫害和艱難,由於信靠神,仍能歡喜快樂( 太5:12),彼得寫給散居在外地的信徒,也有同樣的描寫( 彼前1:6,8; 4:13);到了主作王時,這歡樂就完全實現了( 啓19:7)。
同義字:1) (ἀγαλλιάω)歡騰 2) (εὐφραίνω)快樂 3) (εὐφροσύνη)喜樂 3) (χαίρω)歡樂 4) (χαρά)歡樂
出現次數:總共(11);太(1);路(2);約(2);徒(2);彼前(3);啓(1)
譯字彙編
1) 快樂(4) 太5:12; 徒2:26; 彼前4:13; 啓19:7;
2) 他⋯歡樂(1) 路10:21;
3) 他⋯喜樂(1) 徒16:34;
4) 大有喜樂(1) 彼前1:8;
5) 歡歡喜喜(1) 約8:56;
6) 為樂(1) 路1:47;
7) 喜歡(1) 約5:35;
8) 你們大有喜樂(1) 彼前1:6