ῥινός
English (LSJ)
(v. sub fin.), A skin of a living person, Il.5.308, Od.5.426,435, etc.; rarely of a corpse, Od.14.134, Hes.Sc.152. II hide of a beast, esp. ox-hide, Od.1.108, al.; also ῥ. πολιοῖο λύκοιο Il.10.334; ῥ. λέοντος Pi.I.5(6).37; not in Hom. of the skin of a live beast, but so used by Hes.Op.515, Sc.427; πωλικῆς ῥινοῦ E.Rh.784. 2 oxhide shield, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς Il.4.447 (imitated by Ar.Pax 1274); cf. Il.16.636 and ῥινόν 2. 3 pl. ῥινοί, thongs of boxing-gloves, A.R.2.58. 4 leather of a sling, AP7.172 (Antip. Sid.).—The gender is fem. in Il.7.248, 20.276, Od.22.278 (v.l.), Hes.Sc.152, E.l.c., Nic. Th.361, A.R.4.174; masc. in Nic.Al.476, Opp.C.3.277: cf. ῥινόν, τό. (ϝρῑνός, as shown by γρῖνος· δέρμα, Hsch., γρίντης· βυρσεύς, Id.: cf. ταλαύρινος.)
German (Pape)
[Seite 844] ὁ u. ἡ, 1) die Haut am Leibe des lebendigen Menschen, Il. 5, 308 Od. 5, 426. 14, 134. 22, 278; die Haut eines todten Menschen, Hes. Sc. 152; vgl. Ap. Rh. 2, 58; ῥινὸς καὶ ὀστέα, Haut u. Knochen, Jac. A. P. p. 746. – 2) die abgezogene Thierbaut, z. B. Wolfshaut, Wolfspelz, Il. 10, 334; ἐν ῥινῷ λέοντος, Pind. l. 5, 37; π ωλικῆς ῥινοῦ τρίχα, des lebenden Pferdes, Eur. Rhes. 784. – 3) die gegerbte Thierhaut, bes. Rindsleder, u. dah. der aus Rindsleder gemachte Schild, Il. 4, 447. 16, 636 (auch τὸ ῥινόν, Od. 5, 281); auch Ar. Pax 1240. – Bei Hom. ist das Genus nur Od. 22, 278, ἄκρην ῥινόν, zu erkennen; masc. ist es Nic. Th. 361 Al. 475, tem. Ap. Rh. 4, 174, wo die Lesart aber schwankt; Opp. Cyn. 3, 278; auch neutr., Odyss., s. oben, δοιῶν ῥινὰ κάπρων λάσια Damostrat. ep. (IX, 328).
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ἡ, postér. ὁ)
1 peau ; peau d'un homme vivant ou mort ou réputé mort, d'un animal vivant ou mort;
2 bouclier de cuir.
Étymologie: DELG *Ϝρινός, d'une R. *wri- « déchirer, arracher ».
2gén. de ῥίς.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνός:
I ἡ
1) кожа (ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Hom.);
2) шкура (βοός Soph.; λέοντος Pind.);
3) щит из бычачьей шкуры: συμβλήμεναι ῥινούς Hom. столкнуться щитами.
II gen. к ῥίς.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνός: -οῦ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ δέρμα ζῶντος ἀνθρώπου, Ἰλ. Ε. 308, Ὀδ. Ε. 426, 435, κτλ.· σπανίως τὸ δέρμα νεκροῦ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152· τὸ δέρμα ἀνθρώπου νομιζομένου νεκροῦ, Ὀδ. Ξ. 134· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 746. ΙΙ. τὸ δέρμα ζῴου, μάλιστα δὲ τὸ τοῦ βοός, συχν. παρ’ Ὁμήρ.· ῥ. ἀγραύλου βοὸς Σοφ. Ἀποσπ. 122· ὡσαύτως, ῥ. πολιοῖο λύκοιο Ἰλ. Κ. 334· ῥ. λέοντος Πινδ. Ι. 5 (6). 53· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις δὲν λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῶντος ζῴου· γίνεται ὅμως τοῦτο παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 513. Ἀσπ. Ἡρ. 427· οὕτω καί, πωλικῆς ῥινοῦ Εὐσ. Ρῆσ. 784. 2) ἀσπὶς ἐκ βοείου δέρματος, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινοὺς Ἰλ. Δ. 447 (ὅπερ μιμεῖται ὁ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρν. 1274)· πρβλ. Ἰλ. ΙΙ. 636, Ὀδ. Ε. 281. 3) πληθ., οἱ ἱμάντες τῶν πυκτῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 58. - Ἡ λέξις εἶναι γένους θηλ. ἐν Ἰλ. Η. 248, Ὀδ. Χ. 278, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 361, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174· ἀρσεν. δὲ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 476, Ὀππ. Κυν. 3. 277· πρβλ. ρῑνόν, τό.
English (Slater)
ῥῑνός hide τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37)
Greek Monolingual
ἡ και ὁ, Α
1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.)
2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.)
3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ.
β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», Ομ. Οδ.
γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», Πινδ.)
4. ασπίδα από δέρμα βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», Ομ. Ιλ.)
5. το δέρμα πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το βλήμα της σφενδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥινός (< Fῥῑνός, με αρκτικό F-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό wirino και οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γρῖνος
δέρμα, γρίντης
βυρσεύς) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ ρίζα wrī- με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (πρβλ. αγγλοσαξ. wrītan «χαράζω, γράφω», γερμ. reissen «σχίζω») με επίθημα -vo-s. Ξεκινώντας από τη ρίζα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι «δέρμα που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (πρβλ. δέρμα: δέρω)].
Greek Monotonic
ῥῑνός: -οῦ, ἡ,
I. δέρμα ζωντανού ανθρώπου, σε Όμηρ.
II. 1. δέρμα, τομάρι ζώου, ιδίως βοδιού, στον ίδ.
2. ασπίδα από δέρμα βοδιού, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (gender after βοέη, αἰγέη a.o.).
Meaning: the skin of man and animal, the hide, espec. the cow skin, cow hide, shield made of cow hide (ep. Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 314f. against Bechtel Dial. 3, 19f.).
Other forms: rarely m. (Nic., Opp.) and -όν n. (after δέρμα, σκῦτος). γρῖνος δέρμα H.
Dialectal forms: Myc. wirino /wrinós/, adj. wirinjeo.
Compounds: Compp., e.g. ῥινο-τόρος shield-piercing, adjunct of Ares (Φ 392 a.o.), of the θύρσος (Nonn.); ταλαύρινος (= ταλά-Ϝρινος) shield-bearing ('shield-enduring' [because of the weight?]; Richardson Hermathena 55, 87ff.; to be rejected Stanford ibd. 54, 121 ff.); usually attribute to πολεμιστής as des. of Ares (Il.); on the history and explanation of the expression a hypothesis by Leumann Hom. Wörter 196 ff.; on this Trümpy Fachausdrücke 38 w. Nachtr.
Derivatives: γρίντης (= Ϝρίντης) βυρσεύς H. (formation prob. after the primary ξάντης, ὑφάντης a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The notation γρῖνος δέρμα H. (Aeol.; γρινός Hdn. Gr.) confirms Ϝρινός, which is also seen in ταλαύρινος, which was connected with th same verb as ῥίνη (s.v.); so prop. "das Abreissen", resp. "die abgerissene Haut" like δέρμα from δέρω (to which a.o. Skt. dīrṇá- torn up with n-suffix like Ϝρι-νός). -- The Germanic long i derived from -ei- (cf. Goth. writs with short i), but this is impossible for the Greek form (the case is different with δέρμα, as δέρω means flay, but *u̯rei-(d-) means rather scratch. So the etymology must be rejected. The word could be Pre-Greek.
Middle Liddell
ῥῑνός, οῦ,
I. the skin of a man, Hom.
II. the hide of a beast, esp. an ox-hide, Hom.
2. an ox-hide shield, Hom.