ἀνθρώπειος

Revision as of 10:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἀνθρωπήϊος, η, ον, (ος, ον Luc.Asin.46):—
A human, opp. θεῖος, Heraclit.78; τὰ ἀνθρωπήϊα Democr. 37; ἀνθρωπηΐη φωνή Hdt.2.55; ἡ ἀνθρώπειος φύσις Id.3.65, al.; ἀνθρώπειον σῶμα Canthar.3D., ἀ τι παθεῖν IG5(1).1208.52 (Gythium); ἀ. πήματα such as man is subject to, A.Pers.706; ἀνθρώπειος ψόγος = reproach of men, Id.Ag.937; τέχνη ἀ. Th.2.47; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, Hdt.1.32, cf. Pl.Prm.134e; τὰ ἀνθρώπεια A.Fr.159, Pl.Phd. 89e; ἅπαντα τἀ. S.Aj.132, Antiph.240b, etc.; τὸ ἀνθρώπειον = mankind, human nature, πέφυκε τὸ ἀ. ἄρχειν τοῦ εἴκοντος Th.4.61, cf. 5.105.
2 human, suited to man, within man's powers, ἡ ἀ. εὐδαιμονίη Hdt.1.5; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον not for man to attempt, Pl.Prt. 344c; ὅσα γε τἀνθρώπεια = in all human probability, Id.Cri.47a; κατὰ τὸ ἀνθρώπειον (v.l. ἀνθρώπινον) Th.1.22.
3 human, opp. mythical, ἡ ἀ. λεγομένη γενεή Hdt.3.122.
4 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας (Rhod.), Hsch.
II Adv. ἀνθρωπείως = by human means, in all human probability, Th.5.103; ανθρωπείως φράζειν = to speak as befits a man, Ar.Ra.1058.—Said to be the correct Attic form by Moer.26.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): jón. ἀνθρωπήϊος, -η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Luc.Asin.46]
I 1humano ἦθος Heraclit.B 78, φωνή Hdt.2.55, φύσις Hdt.3.65, Th.2.50, 3.45, σῶμα Canthar.PCG 4p.61, Hp.Ep.23 (p.396), πρήγματα Hdt.1.32, Pl.Prm.134e, Luc.Vit.Auct.14, νοῦς Ph.2.85, πάθεα Hdt.5.4, αἷμα Hdt.1.214, εὐδαιμονίη Hdt.1.5, τρόπος Th.4.116, βίος Gorg.B 11a.30, νόμοι Heraclit.B 114, τέχνη Th.2.47, πήματα A.Pers.706, ἁμαρτήματα Plb.18.13.1, τροφή Luc.Asin.46, τὸ μὲν δεῖσαι ... ἀνθρωπήιον ἦν Hdt.8.144, διὰ τὸ ἀνθρώπειον κομπῶδες Th.5.68, ἀνθρώπειόν τι πάθω IG 5(1).1208.52 (Laconia)
op. lo mítico τῆς δὲ ἀνθρωπηίης λεγομένης γενεῆς Hdt.3.122
asequible al hombre ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον Pl.Prt.344c, ὅσα γε τἀνθρώπεια en la medida de las fuerzas humanas Pl.Cri.46e
procedente de los hombres ψόγος A.A.937
esp. op. lo divino en lit. crist. διδασκαλία Iust.Phil.2Apol.10.1, Clem.Al.Strom.7.16.103, de la naturaleza humana de Cristo, op. la divina, Iust.Edict. en Euagr.Schol.HE 5.4
neutr. τὰ ἀνθρώπεια = las cosas humanas op. τὰ θειότερα Democr.B 37, cf. A.Fr.278e, S.Ai.132, E.Fr.418, Pl.Phd.89e, X.Mem.1.1.15, Antiph.240b, Thdt.M.82.688A.
2 subst. τὸ ἀνθρώπειον = la naturaleza humana πέφυκε ... τὸ ἀ. ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Th.4.61, κατὰ τὸ ἀνθρώπειον Th.1.22 (cód.), Thdt.M.82.93D, cf. Th.5.105.
3 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας Ῥόδιοι Hsch.
II adv. ἀνθρωπείως = por todos los medios humanos σῴζεσθαι Th.5.103
como un hombre φράζειν Ar.Ra.1058.

German (Pape)

[Seite 234] ion. ἀνθρωπήϊος, den Menschen betreffend, ὴ ἀνθρωπηΐη, sc. δορά, die Menschenhaut, Her. 5, 25; φωνή 2, 55; πάθεα 5, 4; φύσις 3, 65; γενεή, Menschenalter, als Zeitbestimmung, s. γενεή; Tragg. πήματα, Aesch. Pers. 692; τὰ ἀνθρώπεια, Soph. Ai. 132 Thuc. 7, 77, Menschliches, der Natur des Menschen Angemessenes, was dem Menschen zu widerfahren pflegt; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρ., es geht über die Kräfte des Menschen, Plat. Prot. 344 c; μείζω τινὰ δύναμιν ἢ ἀνθρωπείαν Crat. 438 c; dem θεῖος entggstzt Soph. 266 a u. öfter. – Adv. ἀνθρωπείως, auf menschliche Weise, φράζειν Ar. Ran. 1058; Thuc. 5, 103.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l'homme : τἀνθρώπεια SOPH les affaires humaines ; τὸ ἀνθρώπειον la nature humaine ou les affaires humaines;
2 qui provient de l'homme : ἀνθρωπεία τέχνη THC l'industrie humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρώπειος: и 2 человеческий (φύσις Her.; πήματα Aesch.; τέχνη Thuc.: πράγματα Xen., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρώπειος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, (ος, ον, Λουκ. Ὄνος 46): - ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρώπινος, ἀνθρωπηΐη φωνὴ Ἡρόδ. 2. 55· ἡ ἀνθρ. φύσις ὁ αὐτ. 3. 65, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνθρώπεια πήματα, εἰς ἃ ὁ ἄνθρωπος ὑπόκειται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· ἀνθ. ψόγος, ὁ ψόγος τῶν ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 937· τέχνη ἀνθρ. Θουκ. 2. 47· ἀνθρωπήϊα πράγματα, ἀνθρώπινα πράγματα, Ἡρόδ. 1. 32· τὰ ἀνθρώπεια Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 155· ἅπαντα τἀνθρ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68, κτλ.: - τὸ ἀνθρ. δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἢ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πέφυκε γὰρ τὸ ἀνθρώπειον ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Θουκ. 4. 61, πρβλ. 5. 105. 2) ἀνθρώπινος, ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ἡ ἀνθρ. εὐδαιμονίη Ἡρόδ. 1. 5· ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ὑπέρτερον τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Πρωτ. 344C· ὅσα γε τἀνθρώπεια, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, ὁ αὐτ. Κρίτων 46Ε, κατὰ τὸ ἀνθρ. Θουκ. 1. 22. 3) ἀνθρώπινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μυθικός, ἡ ἀνθρ. λεγομένη γενεὴ Ἡρόδ. 3. 122. ΙΙ. Ἐπιρρ. -ως, δι’ ἀνθρωπίνων μέσων, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως σώζεσθαι Θουκ. 5. 103· ἀνθρ. φράζειν, ὁμιλεῖν ὡς ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1058. Ἴδε ἀνθρώπινος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀνθρώπειος, -α, -ον (AM)
1. ανθρώπινος (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός)
2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειον
το ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση.

Greek Monotonic

ἀνθρώπειος: -α, -ον, Ιων. -ήΐος, -η, -ον,
I. 1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανθρώπινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀνθρώπεια πήματα, τέτοια στα οποία υπόκειται ο άνθρωπος, σε Αισχύλ.· ἀνθρωπήϊα πρήγματα, ανθρώπινες σχέσεις, ανθρώπινη περιουσία, σε Ηρόδ.· τὸ ἀνθρώπειον, είτε η ανθρωπότητα είτε η ανθρώπινη φύση, σε Θουκ.
2. ανθρώπινος, αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο, σε Ηρόδ., Πλάτ.
3. ανθρώπινος, αντίθ. του μυθικός, σε Ηρόδ.
II. επίρρ. -ως, ανθρώπινα, κατά πάσα ανθρώπινη πιθανότητα, σε Θουκ.· ἀνθρ. φράζειν, μιλώ όπως αρμόζει σε άνθρωπο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


I. of or belonging to man, human, Hdt., etc.; ἀνθρώπεια πήματα such as man is subject to, Aesch.; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, man's estate, Hdt.; τὸ ἀνθρώπειον either mankind or human nature, Thuc.
2. human, of which man is capable, Hdt., Plat.
3. human, as opp. to mythical, Hdt.
II. adv. -ως, humanly, in all human probability, Thuc.; ἀνθρ. φράζειν to speak as befits a man, Ar.

English (Woodhouse)

human, connected with mortals, of men

Translations

Afrikaans: mens; Albanian: njerëzor; Arabic: بَشَرِيّ‎, إنْسَانِيّ‎; Aragonese: umano; Armenian: մարդկային; Assamese: মানুহ, মানৱ; Asturian: humanu; Azerbaijani: bəşər, insan, bəşəri, insani; Belarusian: чалавечы, людскі́; Bengali: মানবীয়, মানুষিক; Bulgarian: човешки; Burmese: မနုဿ; Catalan: humà; Central Sierra Miwok: míw·y-; Chinese Mandarin: 人的, 人類的, 人类的; Choctaw: okla; Czech: lidský; Danish: menneskelig; Dutch: menselijk, mens-; Esperanto: homa; Estonian: inim-, inimese; Finnish: inhimillinen, ihmis-; French: humain; Old French: umain, humain; Galician: humano; Georgian: ადამიანური; German: menschlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: ανθρώπινος; Ancient Greek: ἀνθρωπικός, ἀνθρώπειος; Hebrew: אֱנוֹשִׁי‎; Hindi: इंसान, मनुष्य, मानव, इंसानी, मानवी; Hungarian: emberi; Ido: homa; Indonesian: manusia; Interlingua: human; Irish: daonna; Italian: umano; Japanese: 人の, 人間の; Kazakh: адами, адам; Khmer: មនុស្ស; Korean: 사람의, 인간의; Kyrgyz: адам; Lao: ມະນຸດ; Latin: humanus; Latvian: cilvēcisks; Limburgish: miensjelik; Macedonian: човечки; Malay: manusia; Manchu: ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠᡳ, ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠ; ᠊ᡳ; Maori: tangata; Maranao: manosiya; Mongolian: хүний; Ngazidja Comorian: -a kibinadamu; Norwegian Bokmål: menneskelig; Occitan: uman; Old Occitan: uman, human; Old English: mennisċ; Oriya: ମନୁଷ୍ୟ; Pashto: انساني‎, بشري‎; Persian: انسانی‎, بشری‎; Polish: ludzki, człowieczy; Portuguese: humano; Romanian: omenesc, uman; Romansch: uman, human, umaun; Russian: человеческий, людской; Sanskrit: मानव, मनुष्य, मानवीय, मानुष्यक; Scots: human; Scottish Gaelic: daonna; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̀дскӣ; Roman: ljùdskī; Slovak: ľudský; Slovene: človeški, ljúdski; Sotho: motho; Spanish: humano; Swedish: mänsklig; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ; Tajik: одамӣ, инсонӣ, башарӣ; Telugu: మనిషి; Thai: มนุษย์; Tsonga: munhu; Turkish: beşeri, insani; Turkmen: ynsany; Ukrainian: людський; Urdu: انسانی‎; Uyghur: ئىنسانىي‎; Uzbek: insoniy, odamiy, bashariy; Vietnamese: người; Welsh: dynol; Yiddish: מענטשלעך‎; Yoruba: ènìyàn