ἀλέξησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A keeping off, defence, πρὸς ἀλέξησιν τραπέσθαι = prepare to defend oneself (πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους = preparing to defend themselves Hdt.0.18).
2 helping, assistance, Hp.Ep.16.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀλεξήσιος Hp.Ep.16]
1 remedio abs. op. κάκωσις Hp.l.c., τῶν κακῶν Sch.Pi.P.5.121.
2 defensa πρὸς ἀλέξησιν τραπέσθαι Hdt.9.18.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, die Abwehr, Vertheidigung, Her. 9, 18 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se mettre sur la défensive.
Étymologie: ἀλέξω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέξησις -εως, ἡ ἀλέξω verdediging.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέξησις: εως ἡ защита, оборона: πρὸς ἀλέξησιν τραπέσθαι Her. приготовиться к обороне.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέξησις: -εως, ἡ, ἀπόκρουσις, ὑπεράσπισις, πρὸς ἀλ. τραπέσθαι, Ἡρόδ. 9. 18. 2) βοήθεια, ἀντίληψις, Ἱππ. 1179. 14.
Greek Monolingual
ἀλέξησις (-εως), η (Α)
1. απομάκρυνση, υπεράσπιση
2. επικουρία, βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένη με -η- ρίζα του ρήματος ἀλέξω πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω].
Greek Monotonic
ἀλέξησις: -εως, ἡ (ἀλέξω), απόκρουση, υπεράσπιση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde