ὑδρηλός

Revision as of 15:03, 10 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑδρηλή, ὑδρηλόν, watery, moist, λειμῶνες Od.9.133; Σάμος h.Ap.41; νέφη, λιβάδες, A.Supp.793 (s. v.l., lyr.), Pers.613; κρωσσοί, σταγόνες, E.Cyc.89, Supp.206:—poet. word, used by Hippocrates Ep.16 (Comp.), Mul.1.1.

German (Pape)

[Seite 1173] wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
humide, baigné d'eau.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρηλός:
1 влажный, мокрый, сырой (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;
2 служащий для воды (κρωσσοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηλός: -ή, -όν, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ἔνυδρος, κάθυδρος, μαλακὸς ἐξ ὑγρασίας, λειμῶνες Ὀδ. Ι. 133· Σάμος Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· νέφη, λιβάδες Αἰσχύλ. Ἱκ. 793, Πέρσ. 613· κρωσσοί, σταγόνες Εὐρ. Κύκλ. 89. Ἱκ. 206· - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. 1278. 39. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδρηλοί, κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις». ΙΙ. = ὑδρευτικός, Φίλων Ι. 410.

English (Autenrieth)

watery, well-watered, Od. 9.133†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος
αρχ.
υδρευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + επίθημα -ηλός (πρβλ. ὑπνηλός)].

Greek Monotonic

ὑδρηλός: -ή, -όν (ὕδωρ), υγρός, βρεγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· κρωσσοὶ ὑδρηλοί, δοχεία, στάμνες νερού, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑδρηλός, ή, όν ὕδωρ
watery, wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. water pots, Eur.

Translations

moist

Arabic: رَطِب‎, بَلّ‎; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک‎; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm