μεσιτεύω

Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A act as arbiter or mediator, J.AJ16.4.3, BGU709.18 (ii A. D.), Babr.39.2, etc.; τισι BGU906.7 (i A. D.), etc.; μ. ὅρκῳ Ep.Hebr.6.17; act as go-between, τῇ Πασιφάῃ πρὸς τὸν ἔρωτα τοῦ ταύρου Eust.1166.25.
2 trans., mediate, negotiate, τὴν διάλυσιν μ. Plb.11.34.3; τὰς συνθήκας OGI437.76 (Pergam., i B. C.), D.H.9.59, D.S.19.71; τὰς διαλλαγάς Nic.Dam.130.29 J.
3 pledge, mortgage property, CPR1.19 (i A. D.), etc.
4 = μεσιδιόω, χειρόγραφον παρά τινι Möller Pap.Berl. Mus.2.11 (Pass., i A. D.), Suid.
5 add as a third constituent, χάλκανθον Zos.Alch.p.113 B.
II intr., τὰ χρήματα μεσιτεύειν lies on deposit with a stakeholder, Plb.Fr.183.
2 lie between, μονάδος καὶ δεκάδος Theol.Ar.44.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte sein, Vermittler sein, N.T.; vermitteln, τὴν διάλυσιν, Pol. 11, 34, 3; D. Sic. 19, 71; D. Hal. 9, 59.

French (Bailly abrégé)

négocier comme médiateur, assurer par son entremise, acc. ; s'entremettre.
Étymologie: μεσίτης.

Russian (Dvoretsky)

μεσῑτεύω:
1 находиться посредине (ἔν τινι Arst.);
2 быть посредником, посредничать Babr.;
3 своим посредничеством способствовать, т. е. устраивать (τὴν διάλυσιν Polyb.): μεσιτεῦσαι ὅρκῳ NT поклясться.

Greek (Liddell-Scott)

μεσῑτεύω: ἐνεργῶ ὡς μεσίτης, Βάβρ. 39. 2, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τινί, πρός τινα, Εὐστ. 1166. 25· μ. ὅρκῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 17· μεσ. πρὸς Θεὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 8642. 5. 2) μεταφορ., μεσολαβῶ, διαπραγματεύομαι, διάλυσιν μ. Πολύβ. 11. 34, 3· τὰς διαθήκας Διον. Ἁλ. 9. 59. ΙΙ. τηρῶ τὸ μέσον, τὴν μέσην θέσιν, Ἀριστ. π. Φυστ. 1. 4, 3., 1. 5, 2.

English (Strong)

from μεσίτης; to interpose (as arbiter), i.e (by implication) to ratify (as surety): confirm.

English (Thayer)

1st aorist ἐμεσίτευσα; (μεσίτης (cf. Winer's Grammar, p. 25e.));
1. to act as mediator, between litigating or covenanting parties; translated as to accomplish something by interposing between two parties, to mediate, (with the accusative of the result): τήν διαλυσιν, Polybius 11,34, 3; τάς συνθήκας, Diodorus 19,71; Dionysius Halicarnassus 9,59; (cf. Philo de plant. Noë, 2:2 at the end).
2. as a μεσίτης is a sponsor or surety (Josephus, Antiquities 4,6, 7 ταῦτα ὀμνυντες ἔλεγον καί τόν Θεόν μεσιτην ὧν ὑπισχνουντο ποιούμενοι (cf. Philo de spec. legg. 3:7 ἀοράτῳ δέ πράγματι πάντως ἀόρατος μεσιτευει Θεός etc.)), so μεσιτεύω comes to signify to pledge oneself, give surety: ὅρκῳ, Hebrews 6:17.

Greek Monolingual

και μεσιτεύγω και μισιτεύγω
(ΑM μεσιτεύω) μεσίτης
1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τους συμβιβάσω, να τους συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία
2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή συνοικεσίου, κάνω τον μεσάζοντα
νεοελλ.-μσν.
παρακαλώ για κάποιον
μσν.
1. χρησιμοποιώ κάτι ως μέσο για την επιτυχία ενός σκοπού
2. σώζω
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ό μεσιτεύων
αιρετός δικαστής
αρχ.
1. ενεχυριάζω κτήμα, υποθηκεύω
2. μεσιδιώ
3. προσθέτω ως τρίτο συστατικό
4. (για χρήματα) έχω κατατεθεί σε μεσιτοφύλακα
5. βρίσκομαι στο μέσο ή κατέχω τη μεσαία θέση.

Greek Monotonic

μεσῑτεύω: λειτουργώ ως μεσολαβητής, σε Βάβρ., Κ.Δ.

Middle Liddell

μεσῑτεύω,
to act as mediator, Barb., NTest. [from μεσῑ́της]

Chinese

原文音譯:mesiteÚw 姆西跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:中間的
字義溯源:仲裁,保證,為證,作質,商議;(μεσίτης)=走到中間,作中保);而 (μεσίτης)出自(μέσος)=中間), (μέσος)又出自(μετά)*=同,在其中)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 為證(1) 來6:17