ἀπογίγνομαι

Revision as of 13:53, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. and later Att. ἀπογίνομαι, fut. ἀπογενήσομαι:—
A to be away from, have no part in, τῆς μάχης Hdt.9.69; τῶν ἁμαρτημάτων Th.1.39; to be freed from, κακῶν ἀπογεγονότες J.AJ19.2.2.
II abs., to be taken away, opp. προσγίγνομαι, Zeno Eleat.2, Pl.Ti.82b, Lg.850a; ἀπεγίγνετο οὐδέν . . προσεγίγνετο δέ Th.2.98: generally, to be away, be absent, Antipho 2.3.5, Pl.Phd.69b, D.8.35: ἀπό τινος Aeschin.2.126; of diseases, opp. προσπίπτω, Hp.Morb.Sacr.1 (dub. 1.).
2 especially of death, ἀπογίγνομαι ἐκ τῶν οἰκίων depart from the house, die out of it, Hdt.2.85; ἀπογενέσθαι alone, to be dead, ib.136, cf.IG9(1).334.37 (Locr.), Ocell.1.14; οἱ ἀπογενόμενοι = the dead, Th.2.34; ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀπογίγνεται he who died last, Hdt.6.58. cf.5.4; οἱ ἀπογιγνόμενοι = the dying, Th.2.51, Hdt.3.111.
3 fall away, be lost, Th.5.74; opp. ἐκβλαστάνω, Paus.5.12.1.
III arrive at, ἀ. δωδεκαταῖος Hp.Epid. 4.11.
IV turn out, become, τράχηλος σκληρὸς ἀπεγένετο ib.12 (dub. l.); νωθροὶ ἀ. Id.Prorrh.1.117 (dub.1.).
V ἀ. τὸ ἕκτον μέρος εἰς τρίχας καὶ αἷμα goes into, is consumed in forming .., Arist.HA595b1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. y át. tard. ἀπογίνομαι
I abs.
1 de pers. estar ausente οὐδὲ μὴν ἀπογενέσθαι ἢ παραγενέσθαι Antipho 2.3.5, cf. Pl.Cra.420a, δέκα μῆνας ἀπογενομένου τἀνθρώπου D.8.35, μηδεμίαν ἀπ' αὐτῶν νύκτα ἀ. Aeschin.2.126, ἀντὶ τῶν ἀπογενομένων κοινῶν GDI 1832.12 (Delfos II a.C.).
2 de pers., fig. morir ἀ. ἐκ τῶν οἰκίων morir fuera de su casa Hdt.2.85, cf. 136, IG 92.718.37 (Calion V a.C.), Th.5.74, Ocell.1.14
οἱ ἀπογενόμενοι = los muertos Th.2.34, cf. Teles p.59.11, 60.13, τῶν ἀπογενομένων καλῶς IG 22.1277.15 (III a.C.), cf. PRyl.65.9 (I a.C.), Plu.2.109f, c. dat. ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενοι = muertos a los pecados 1Ep.Petr.2.24, τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενον el último que muere cada vez Hdt.6.58, cf. 5.4
tb. οἱ ἀπογιγνόμενοι = los muertos Th.2.51, cf. de animales, Hdt.3.111.
3 de cosas, ideas y cualidades, op. προσγίγνομαι faltar, desaparecer ἀπογινομένου γάρ τευ ἂν ἀλγέοι ἢ προσγινομένου Meliss.B 7, cf. Zeno Eleat.B 2, Pl.Ti.82b, πόσου προσγενομένου καὶ ἀπογενρμένου con qué aumento o disminución (de precio), Pl.Lg.850a, cf. Phd.69b, ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ ..., προσεγίγνετο Th.2.98, cf. Arist.Ph.245a14, op. παραγίγνομαι Pl.Sph.247a
perderse, caerse ζώιοις κέρατα ... ἀπογίνεται Paus.5.12.2.
4 de impuestos ser suprimido, Stud.Pal.4.398 (p.70) (I d.C.).
5 de pers. c. gen. no participar en τῆς μάχης Hdt.9.69, τῶν ἁμαρτημάτων Th.1.39
liberarse μείζονος κακοῦ Arist.Po.1461a9, κακῶν I.AI 19.178.
II 1producirse de la cosecha τῶν ἀπογιγνομένων ... καθ' ἔτος καρπῶν SB 7188.7 (II a.C.).
2 c. εἰς + ac. convertirse en εἰς τρίχας καὶ αἷμα Arist.HA 595b1.
3 c. pred. llegar δωδεκαταῖος Hp.Epid.4.11.
4 de períodos de tiempo pasar Hp.Oct.1.16, τοῦ ἀπογινομένου ἔτους PLips.59.12 (IV d.C.).

French (Bailly abrégé)

f. ἀπογενήσομαι, ao.2 ἀπεγενόμην, etc.
I. être absent;
II. se tenir à l'écart de, ne pas prendre part à, gén.;
III. s'en aller :
1 mourir; οἱ ἀπογενόμενοι THC les morts;
2 se perdre.
Étymologie: ἀπό, γίγνομαι.

German (Pape)

(γίγνομαι),
1 fern, abwesend sein, τῆς μάχης, nicht in der Schlacht zugegen, Her. 9.69; τῶν ἁμαρτημάτων Thuc. 1.39; Gegensatz παραγίγνεσθαι Plat. Soph. 247a und öfter.
2 sich entfernen, weggehen, Gegensatz προσγίγνομαι Plat. Tim. 82b; so Thuc. 2.98, wo es den Begriff von umkommen, sterben hat, wie Her. 2.136, 5.4; Thuc. 2.34 Dem. 43.57.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογίγνομαι: ион. ἀπογίνομαι
1 быть вдали, отсутствовать, не хватать Dem.: προσγιγνομένων καὶ ἀπογιγνομένων Plat. независимо от их наличия или отсутствия;
2 быть в стороне, не принимать участия, быть непричастным (τινος Her., Thuc.): ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενος NT избавившись от грехов;
3 пропадать, теряться, гибнуть (νόσῳ Thuc.): ἀ. ἀπὸ τοῦ σταθμοῦ Arst. убывать в весе;
4 умирать Her., Dem., Plut.: οἱ ἀπογινόμενοι Her., Thuc. умирающие; οἱ ἀπογενόμενοι Thuc. умершие.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογίγνομαι: Ἰων. καὶ παρὰ μετεγεν. Ἀττ. -γίνομαι: μέλλ. -γενήσομαι: εἶμαι μακρὰν ἀπὸ…, δὲν ἔχω μέρος ἔν τινι, τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 69· τῶν ἁμαρτημάτων Θουκ. 1. 39. ΙΙ. ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσγίγνομαι, Πλάτ. Τίμ. 82Β, Νόμ. 850Α· ἀπεγίγνετο οὐδὲν…, προσεγίγνετο δὲ Θουκ. 2. 98: καθόλου, εἶμαι μακράν, ἀπουσιάζω, Ἀντιφῶν 118. 21, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Δημ. 98. 24· ἀπό τινος Αἰσχίν. 44. 42· ἐπὶ νόσων, ἀντιτίθεται τῷ προσπίπτω, Ἱππ. 302. 33. 2) ἰδίως ἐπὶ θανάτου, τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκηΐων ἄνθρωπος, ἀποθάνῃ, Ἡρόδ. 2. 85· καὶ μόνον, ἀπογενέσθαι = ἀποθανεῖν, αὐτόθι 136, Θουκ. 5. 74· οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀποθανόντες, Θουκ. 2. 34· τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενον τῶν βασιλέων, τὸν ἀεὶ τελευταῖον ἀποθανόντα τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 6. 58· ὁ ἀπογινόμενος, ὁ ἀποθνήσκων, ὁ αὐτ. 5. 4, Θουκ. 2. 51, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111. 3) ἀπέρχομαι, ἀπόλλυμαι, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ «οὐδεὶς τῶν στρατιωτῶν ἀπώλλυτο ἢ ἀνεχώρει ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, εἰ μή τις ἀπέθνησκε νόσῳ» (Δούκας) Θουκ. 2, 98· ἀντίθετον τῷ ἐκβλαστάνω, Παυσ. 5. 12, 1. ΙΙΙ. φθάνω εἰς…, ἀπ. δωδεκαταῖος Ἱππ. 1122Ε. IV. καταντῶ, γίνομαι, ἀποβαίνω, Λατ. evado, σκληρὸς ἀπ. αὐτόθι G· νωθροὶ ἀπ. ὁ αὐτ. Προρρ. 77. V. ἀπ. τὸ ἕκτον μέρος εἰς τρίχας καὶ αἷμα, μεταβαίνει εἰς…, ἢ καταναλίσκεται πρὸς σχηματισμὸν…, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 6, 5.

Greek Monolingual

βλ. απογίνομαι.

Greek Monotonic

ἀπογίγνομαι: Ιων. και μεταγεν. Αττ. ἀπογίνομαι· μέλ. ἀπογενήσομαι·
I. απέχω από, δεν συμμετέχω σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. απόλ., απομακρύνομαι, αντίθ. προς το προσγίγνομαι, σε Θουκ.· γενικά, βρίσκομαι μακριά, απουσιάζω, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για το θάνατο, ἀπογίγνομαι ἐκτῶν οἰκίων, αναχωρώ από τους δικούς μου, πεθαίνω, σε Ηρόδ.· ἀπογενέσθαι μόνον, είμαι νεκρός· οἱ ἀπογενόμενοι, οι νεκροί, σε Θουκ.· ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀπογίγνεται, αυτός που πέθανε τελευταίος, σε Ηρόδ.· ὁ ἀπογινόμενος, αυτός που πεθαίνει, που ψυχορραγεί, στον ίδ., Θουκ.
3. χάνομαι, αποχωρώ· ἀπεγίγνετο οὐδὲν τοῦ στρατοῦ, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. to be away from, have no part in a thing, c. gen., Hdt., Thuc.
II. absol. to be taken away, opp. to προσγίγνομαι, Thuc.: generally, to be away, absent, Plat., etc.
2. of death, ἀπ. ἐκ τῶν οἰκιῶν to depart from the house, die out of it, Hdt.; ἀπογενέσθαι alone, to be dead, οἱ ἀπογενόμενοι = the dead, Thuc.; ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀπ. he who died last, Hdt.; ὁ ἀπογινόμενος one who is dying, Hdt., Thuc.
3. to be lost, ἀπ. οὐδὲν τοῦ στρατοῦ Thuc.

Lexicon Thucydideum

abesse, to be absent, 1.39.3,
absumi, perire, to be destroyed, perish, 2.98.3, 5.74.3,
moriens, dying, 2.51.5.
mortuus, dead, 2.34.2.