προσκτάομαι

Revision as of 14:43, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A fut. -ήσομαι Hdt.8.136:—gain, get, or win besides, γῆν ἄλλην π. τῇ ἑωυτῶν Id.3.21; νήσους βασιλέϊ π. for him, Id.5.31; Μακεδόνας πρὸς τοῖσι ὑπάρχουσι δούλους Id.6.44; π. ἔθνεα Id.7.8.ά; χώραν π. Th.4.95, cf.3.28; πόλιν Lys.12.39; π. πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν gain and add to his own portion, Hdt.1.73; βραχύ τι π. αὐτῇ [τῇ ἀρχῇ] make a small addition to it, Th.6.18, cf. X.An.5.6.15; πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν π. D.19.219: pf. part. in pass. sense, τὰ προσκεκτημένα v.l. for προκ- in Th.2.62.
2 of persons, gain or win over, τινὰς π. φίλους Hdt.1.56; π. τὸν Καλλίμαχον win over Callimachus to his side, Id.6.110; π. τοὺς Ἀθηναίους Id.8.136: c.inf., Καρίης τὴν πολλὴν π. σφίσι σύμμαχον εἶναι Id.5.103.

German (Pape)

[Seite 771] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, erlangen, sich noch dazu verschaffen, τὶ πρός τι u. τινί, Her. 1, 73. 5, 103; Thuc. 4, 95. 6, 18; χώρας, Plat. Legg. III, 695 d; Xen. καὶ χώραν καὶ δύναμιν τῇ Ἑλλάδι προσκτήσασθαι, An. 5, 6, 15, u. öfter; μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε, Dem. 19, 219; Folgde, wie Plut. – Auch von Personen, προσκτᾶται τὸν Καλλίμαχον, er gewinnt den Kallimachus für sich, bringt ihn auf seine Seite, Her. 6, 110, τοὺς Ἀθηναίους, 8, 136; – τὰ προσκεκτημένα ist pass. Thuc. 2, 62.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 acquérir en outre ou de plus : τί τινι ou πρός τι une ch. en outre d'une autre ; τινα, se concilier qqn ; avec une prop. inf. : obtenir en outre que, etc.
2 Pass. τὰ προσκεκτημένα THC les acquisitions nouvelles.
Étymologie: πρός, κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κτάομαι erbij verwerven:; νήσους βασιλέϊ προσκτήσεαι jij zult voor de koning eilanden erbij veroveren Hdt. 5.31.2; Μακεδόνας πρὸς τοῖσι ὑπάρχουσι δούλους προσεκτήσαντο naast de slaven die zij bezaten maakten ze ook nog de Macedoniërs tot slaaf Hdt. 6.44.1; overdr.. καὶ μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε en haal je niet naast dergelijke schanddaden ook nog meineed op de hals Dem. 19.219. voor zich winnen:. Καρίης τὴν πολλὴν προσεκτήσαντο σφίσι σύμμαχον εἶναι het grootste deel van Karië haalden zij over hun bondgenoot te worden Hdt. 5.103.2.

Russian (Dvoretsky)

προσκτάομαι:
1 сверх того приобретать, вновь добывать, присоединять (γῆν ἄλλην τῇ ἑωυτῶν Her.; πόλιν τινά Thuc.): π. τινα φίλον Her. приобрести в ком-л. друга; καὶ χώραν καὶ δύναμιν τῇ Ἑλλάδι προσκτήσασθαι Xen. приумножить и территорию, и могущество Эллады; τὰ προσκεκτημένα Thuc. вновь приобретенное;
2 склонять на свою сторону, привлекать к себе (τοὺς Ἀθηναίους Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκτάομαι: μέλλ. -ήσομαι˙ ἀποθ. κερδαίνω, ἀποκτῶ, ἢ λαμβάνω προσέτι, ἐπικτῶμαι, γῆν ἄλλην πρ. τῇ ἑωυτῶν Ἡρόδ. 3. 21˙ νήσους βασιλέϊ πρ., ὑπὲρ αὐτοῦ, δι’ αὐτόν, 5. 31˙ δοῦλον πρ., ὡς δοῦλον, 6. 44˙ πρ. ἔθνεα 7. 8, 1. χώραν πρ. Θουκ. 4. 95, πρβλ. 3. 28 πόλιν Λυσί. 123. 42˙ πρ. πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν, κερδίζω καὶ προσθέτω εἰς τὸ μερίδιόν μου, Ἡρόδ. 1. 73˙ βραχύ τι πρ. αὐτῇ [τῇ ἀρχῇ], κάμνω μικρὰν προσθήκην εἰς αὐτήν, Θουκ. 6. 18, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 6, 15˙ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν πρ. Δημ. 409. 9˙ μετοχ. πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ προσκεκτημένα Θουκ. 2. 62. 2) ἐπὶ προσώπων, κερδίζω, ἀποκτῶ, λαμβάνω μὲ τὸ μέρος μου, πρ. τινα φίλον Ἡρόδ. 1. 56˙ ἀλλά, πρ. τὸν Καλλίμαχον, πείθει τὸν Καλλ., 6. 110˙ πρ. τοὺς Ἀθηναίους 8. 136˙ οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. τῆς Καρίης τὴν πολλήν σφισιν σύμμαχον εἶναι 5. 103. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

Greek Monotonic

προσκτάομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω επιπλέον, γῆν ἄλλην προσκτάομαι τῇ ἑωυτῶν, σε Ηρόδ.· χώραν προσκτάομαι, σε Θουκ.· προσκτάομαι πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν, κερδίζω και προσθέτω στο μερίδιό μου, σε Ηρόδ.· βραχύτι προσκτάομαι αὐτῇ (τῇ ἀρχῇ), κάνω μια μικρή προσθήκη σ' αυτή, σε Θουκ.· μτχ. παρακ. με Παθ. σημασία, τὰ προσκεκτημένα, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κερδίζω ή παίρνω με το μέρος μου, προσκτάομαί τινα φίλον, σε Ηρόδ.· πρ. τὸν Καλλίμαχον, πείθει τον Καλλίμαχο, τον παίρνει με το μέρος του, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep.:
1. to gain, get or win besides, γῆν ἄλλην πρ. τῇ ἑωυτῶν Hdt.; χώραν πρ. Thuc.; πρ. πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν to gain and add to his own portion, Hdt.; βραχύ τι πρ. αὐτῇ [τῇ ἀρχῇ] to make a small addition to it, Thuc.; perf. part. in pass. sense, τὰ προσκεκτημένα Thuc.
2. of persons, to gain or win over, πρ. τινα φίλον Hdt.; πρ. τὸν Καλλίμαχον to win over Callimachus to his side, Hdt.

Lexicon Thucydideum

insuper comparare, ditioni suae adiicere, to acquire besides, add to one's dominion, 3.28.3, 4.95.2, 6.18.2, 6.24.3,
PASS. 2.62.3.