πλήκτης
English (LSJ)
πλήκτου, ὁ, striker, brawler, Hp.Ep.19 (pl., v.l. πρῆκται), Arist.EE1221b14, 1 Ep.Ti.3.3; violent, fierce, ἄνδρες π. καὶ μάχιμοι Plu.Dio30, cf. Phil.9; of wine, π. καὶ ὀξύς Id.2.132d; of the sun, ib.920c, cf. 653f: Sup. πληκτίστατος Eust.1441.26, EM31.16.
German (Pape)
[Seite 633] ὁ, der Schlagende, Streitsüchtige, ἀνδράσι πλήκταις καὶ μαχίμοις, Plut. Dion. 30, vgl. Crass. 9; N.T.; Hesych. erkl. μάχιμος καὶ ὑβριστής. – Einen superl. πληκτίστατος führt E. M. 31, 16 an.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui aime à frapper, à se battre, batailleur;
2 qui frappe;
NT: violent.
Étymologie: πλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλήκτης -ου, ὁ [πλήττω] wie slaat:; παρεῖχε δ’ αὑτὸν ἐν ταῖς μάχαις τῇ... χειρὶ πλήκτην hij toonde zich in de gevechten krachtig van hand Plut. CMa 1.8; adj. van pers. driftig; NT 1 Tim. 3.3;
Russian (Dvoretsky)
πλήκτης: ου adj. m
1 драчливый, задорный (ἄνδρες πλῆκται καὶ μάχιμοι Plut.);
2 ударяющий в голову, крепкий (οἶνος Plut.);
3 жгучий, палящий (ἥλιος Plut.).
English (Strong)
from πλήσσω; a smiter, i.e. pugnacious (quarrelsome): striker.
English (Thayer)
πληκτου, ὁ (πλήσσω) (Vulg. percussor), (A. V. striker), bruiser, ready with a blow; a pugnacious, contentious, quarrelsome person: Plutarch, Marcell. 1; Pyrrh. 30; Crass. 9; Fab. 19; (Diogenes Laërtius 6,38; others.)
Greek Monolingual
ὁ, Α πλήσσω
1. αυτός που του αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ)
2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ.)
3. (για κρασί) αυτό που χτυπάει στο κεφάλι, που φέρνει πονοκέφαλο και ζάλη.
Greek Monotonic
πλήκτης: -ου, ὁ (πλήσσω), αυτός που χτυπά, που διαπληκτίζεται, που έρχεται σε συμπλοκή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πλήκτης: -ου, ὁ, (πλήσσω) ὁ διαπληκτιζόμενος, φίλερις, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 12· ἄνδρες πλ. καὶ μάχιμοι Πλουτ. Δίων 30, κτλ., πρβλ. Wyttenb. 2. 432D· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, ὁ πλήττων, ὁ βάλλων, ὁ αὐτ. 2. 920C· ἐπὶ τοῦ οἴνου, 653F· ― ὑπερθ. πληκτίστατος Εὐστ. 1441. 26, Ἐτυμολ. Μέγ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλήκτης· μάχιμος, ὑβριστής».
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:pl»kthj 普累克帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:打擊(者)
字義溯源:攻擊者,打人,好爭吵的人;源自(πλήσσω)=重擊);而 (πλήσσω)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 打人(2) 提前3:3; 多1:7
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; English: bad-tempered, bilious, bitchy, brainish, cantankerous, carnaptious, choleric, crabbit, crabby, cranky, crotchety, dyspeptic, edgy, fantoddish, fiery, fretful, grotchy, grouchy, grumpy, hissy, hotheaded, hot-headed, hot-livered, hot-tempered, hot-tempered;, huffy, humpy, ill-natured, ill-tempered, irascible, irritable, ornery, out of sorts, peevish, pettish, petulant, prickly, querulous, quick to anger, quick-tempered, raspy, ratty, scratchy, shirty, short-tempered, snappish, snappy, snippety, snippish, snippy, snitchy, spitfire, splenetic, stressy, surly, testy, tetchy, tetty, thin-skinned, thorny, touchy, twitchy, umbrageous, waspish; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Latin irascibilis; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик