γέρων
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A old man, Il.1.33, etc.: pleon., παλαιοὶ γέροντες Ar. Ach.676; ἄνους τε καὶ γ. S.Ant.281, cf. Ar.Eq.1349; ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν A.Ag.584; καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφά Id.Fr.396. 2 γέροντες, οἱ, Elders, Chiefs, κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Il.2.404 sq., cf. 9.574, Od.2.14; later, Senators, esp. at Sparta, Hdt.1.65, 6.57, Pl.Lg.692a, IG22.687, Arist.Pol. 1265b38 (sg. γέροντι IG5(1).1346, but usu. γερουσίας, q. v.); in other states, as at Elis, Arist.Pol.1306a17, cf. 1272a7, OGI479.11 (Dorylaeum). II as Adj., old, γέρον σάκος Od.22.184; γ. γράμμα A.Fr. 331; more freq. in masc., γ. πατήρ Il.1.358, Od.18.53; ἀνὴρ γ. Thgn. 1351; γ. χαλκός Simon.144; γ. λόγος A.Ag.750 (lyr.); ἵππος S.El. 25; πόνος Id.OC1258 (codd. but πίνος Scaliger, edd.); οἶνος Alex. 167.5, cf. Eub.124; πέπλος, λέμβος, Theoc.7.17, 21.12: rarely in Prose, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων Arist.HA607b28; of stags, ib.611b3; Ἀντίγονος ὁ γ. Antigonus the Elder, Plu.Pel.2: neut. pl., γέροντα βουλεύεις (for ἀρχαῖα) S.Fr.794. III part of the spinning-wheel, Pherecr.114. (Skt. járant- 'old', járati 'render infirm'; cf. γέρας.)
German (Pape)
[Seite 486] οντος, ὁ, Wurzel γερ, verwandt mit γέρας, γεραρός, γεραιός, eigentlich = der Vornehme, der Geehrte; zunächst Bezeichnung der Vorsteher der Gemeinde, der Anführer des Volks; da diese jedoch in der Regel nicht jung waren, und ohnehin das Alter besonders geehrt wurde, bekam das Wort γέρων die Bedeutung Greis. Beide Bedeutungen bei Hom., der das Wort sehr oft hat; in vielen Stellen sind beide Bedeutungen gar nicht von einander zu sondern. Deutlich sind z. B. folgende Stellen: γέρουσιν εἴπω βουλευτῇσι Iliad. 6, 113, γέρουσιν und βουλευτῇσι stehn nach Homerischer Art παραλλήλως; κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404, γέροντας und ἀριστῆας stehn παραλλήλως; ἀλλ' ὑμεῖς μὲν ἰόντες ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν ἀγγελίην ἀπόφασθε – τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων –, ὄφρ' ἄλλην φράζωνται ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω 9, 422; von einem Gesandten des δῆμος Odyss. 21, 21 πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες; in der Volksversammlung, vom Telemachos, 2, 14 ἕζετο δ' ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες. – Iliad. 9, 36 ταῦτα δὲ πάντα ἴσασ' Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες; 8, 102 ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει; Odyss. 16, 198 ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν ῥηιδίως ἐθέλων θείη νέον ἠὲ γέροντα. ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο· νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν; 16, 362 οὐδέ τιν' ἄλλον εἴων οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων; Iliad. 4, 323 εἰ τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει. ἀλλὰ καὶ ὧς ἱππεῦσι μετέσσομαι ἠδὲ κελεύσω βουλῇ καὶ μύθοισι· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων. αἰχμὰς δ' αἰχμάσσουσι νεώτεροι, οἵ περ ἐμεῖο ὁπλότεροι γεγάασι πεποίθασίν τε βίηφιν; 24, 515 γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, οἰκτείρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον; 8, 518 παῖδας πρωθήβας πολιοκροτάφους τε γέροντας; Tautologie Odyss. 13, 432 ἀμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος. Vgl. über den Unterschied der Bedeutungen Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 21 γερόντων: τῶν ἐντίμων, ἐν οἷς καὶ Διομήδης καὶ Αἴαντες. Apollon. Lex. Hom. p. 54, 14. – Einmal behandelt Hom. das Wort völlig als adject., indem er ein neutrum γέρον bildet, zugleich die einzige Stelle, wo er das Wort nicht von einer Person, sondern von einer Sache gebraucht, Odyss. 22, 184 σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ, Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκεν· δὴ τότε γ' ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων. – Bei den Folgenden bleiben die Homerischen Bedeutungen. Anspielung auf Hom. bei Ar. Ach. 676 οἱ γέροντες οἱ παλαιοί Oft ἀνὴρ γέρων, bes. comici, wie Hom. Odyss. 18, 53. 81. In politischem Sinne, οἱ γέροντες, bes. in Sparta = die Senatoren. Sp. auch von Tbieren, τῶν ἰχθύων Arist. H. A. 8, 30. Als adj., Dichter, masc., λόγος, φόνος, Aesch. Ag. 730 Ch. 794; ἵππος Soph. El. 25; vgl. O. C. 1261; neutr. γέροντα βουλεύεις frg. 862; οἶνος Eubul. bei Ath. I, 28 f; πέπλος, λέμβος, Theocr. 7, 17. 21, 12. Seltener in Prosa. Plut. u. a. Sp. = maior, um einen der Zeit nach Aelteren von einem spätern Gleichnamigen zu unterscheiden, z. B. Pelop. 2. – Bei Poll. 7, 73. 10, 176 = Spinnrocken.
Greek (Liddell-Scott)
γέρων: -οντος, ὁ, «γέροντας», Ὅμ.· πλεοναστικῶς: παλαιοὶ γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· ἄνους τε καὶ γέρων Σοφ. Ἀντ. 281, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1349· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφὰ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 292. 2) ἔτι ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου λαμβάνει σημασίαν πολιτικήν, καθ’ ἣν ἡ ἔννοια τῆς ἡλικίας ὑποχωρεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ ἔννοια τοῦ ἀξιώματος· γέροντες ἐκαλοῦντο οἱ πρεσβύτεροι ἢ ἀρχηγοί, οἵτινες μετὰ τοῦ βασιλέως ἀπετέλουν τὴν κυρίαν βουλήν· κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Ἰλ. Β. 404 κἑξ., πρβλ. Ι. 570, Ὀδ. Β. 14· (δημογέροντες ὅμως εἶναι ὄντως γέροντες, Ἰλ. Γ. 149)·-βραδύτερον ἐλέγοντο οὕτως οἱ βουλευταὶ ἢ γερουσιασταί, Λατ. Patres, ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 57, Πλάτ. Νόμ. 692A, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 17, κτλ. καὶ ἐν ἄλλαις Δωρ. πόλεσι (πρβλ. γερουσία), ὡς ἐν Ἤλιδι, αὐτόθι Ε. 6, 11· ἐν Κρήτῃ, αὐτόθι 2. 10, 6· πρβλ. πρέσβυς ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., παλαιός, γέρον σάκος Ὀδ. Χ. 184· γ. γράμμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305· ἀλλὰ συνηθέστερον κατ’ ἀρσεν., φὼς γ. Θέογν. 1351· γ. χαλκὸς Σιμων. 146· γ. λόγος, φόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, Χο. 805, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 26· ἵππος Σοφ. Ἠλ. 25· πόνος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1258· οἶνος Ἄλεξ. Ὀρχ. 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4· πέπλος, λέμβος Θεόκρ. 7. 17., 21. 12 (οὕτως οἱ Λατῖνοι ἔλεγον anus mater, charta, fama, amphora, κτλ., Catull. 68. 46, κτλ., Martial 6. 27)· σπανίως οὕτω παρὰ πεζοῖς, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων, τῶν ἐλάφων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 6., 9. 5, 5· ὡσαύτως, Ἀντίγονος, ὁ γ., Ἀντίγ. ὁ πρεσβύτερος, Πλούτ. Πελοπ. 2· οὕτω καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., γέροντα βουλεύειν (ἀντὶ ἀρχαῖα) Σοφ. Ἀποσπ. 682. ΙΙΙ. τὸ ἐργαλεῖον καθ’ οὗ ἔκλωθον ἀναρτῶντες τὰ στυππεῖα, ἔχον κεφαλὴν γέροντος, Φερεκρ. Μυρμ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke. Πολυδ. 7, 73.(Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ γραῦς, γραῖα, γῆρας, ἀλλ’ ἴσως οὐχὶ τὸ γέρας (ἴδε τὰς λέξεις)· Σανσκρ. ǵaram, garâ (senex, senectus)· Ἀγγλο-Σαξ. grœg (Ἀγγλ. grey, «ψαρός»)· Παλαιο-Γερμ. grâ, grâwêr (grau).)
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
I. subst.
1 vieillard;
2 οἱ γέροντες dans Hom. les vieillards, les anciens, les chefs qui formaient le conseil du roi ; postér. les sénateurs à Sparte;
II. adj.
1 ancien, vieux en parl. de choses ; qqf au neutre : γέρον σάκος OD vieux bouclier;
2 en parl. de deux pers. le plus âgé de deux : Ἀντίγονος ὁ γέρων PLUT Antigone l’ancien.
Étymologie: cf. γραῦς, γῆρας.
English (Autenrieth)
οντος, voc. γέρον: old man (senex), and specially, mostly in pl., elders, members of the council (βουλὴ γερόντων), cf. Lat. senator.—As adj., πατὴρ γέρων, Il. 1.358, neut. γέρον σάκος, Od. 22.184.
English (Slater)
γέρων (γέρων, -οντος, -οντ(α); -όντων)
1 old(man) Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν Nestor (P. 6.35) λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος Nereus (P. 9.94) ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) (P. 11.34) γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον (supp. Turyn) Πα. . 113. Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (Pae. 15.4) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1.