ἕρπω

Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

impf.

   A εἷρπον Od.12.395 codd., E.Cyc.423, etc., ἧρπον IG4.951.86 (Epid.): Dor.fut. ἑρψῶ Theoc.5.45, 18.40, Att. only in compd. ἐφέρψω, later ἑρπύσω (διεξ-) Arist.Mu.398b33 : aor. ἧρψα (ἐξ-) LXX Ps.104(105).30 ; Att. εἵρπῠσα Ar.V.272 : (cf. Lat. serpo):—move slowly, walk, ἥμενος ἤ ἕρπων Od.17.158 ; ὅσσα τε γαῖανἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il.17.447 ; ἔργα ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα Pi.O.7.52 ; ἕρπον (εἷρπον codd.) ῥινοί began to move, Od.12.395 ; of infants, A.Th.17 ; of a lame man, S.Ph.207 (lyr.) ; ἕ. ἐξ εὐνῆς Ar.V.552 ; ἕρπον τοῖς ὀδοῦσι θηρίον an animal that walks on its teeth, Carm.Pop.35.    2 simply, go, come, in Dor. dialects, where the aor. is ἔμολον, ἦνθον, etc., εἰς τὸ ἱερόν IG4.951.86 (Epid.), cf. GDI5040.39 (Crete), BMus.Inscr.968A6 (Cos), etc., cf. καθέρπω : also freq. in Trag., A.Pr.810, etc. ; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα S.OC1643 ; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει E.HF1154 ; ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδάς, Id.Hel.316, Cyc.423 ; ἕρπε δεῦρο come hither, Id.Andr.722 : and c. acc. cogn., ἐξόδους ἕ. κενάς S.Aj.287 ; κέλευθον Id.Ph.1223 ; εὐθεῖαν ἕρπε τήνδε A.Fr.195.    b of things, events, etc., ἕρπει ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδην Alcm.35 ; βότρυς ἐπ' ἦμαρ ἕρπει S.Fr.255 ; ἥβη ἕρπουσα πρόσω Id.Tr.547 ; of a tear stealing from the eye, Id.El.1231 ; πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ φθόνος ἕρπει Id.Aj.157 ; τὸ ἐς αὔριον αἰεὶ τυφλὸν ἕρπει Id.Fr.593 ; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει this (word) goeth forth undying, Pi.I.4(3).40 ; ὁ πόλεμος ἑρπέτω let it take its course, Ar.Eq.673, Lys.129 ; of coming events, εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι Pi.O.13.105, cf. N.4.43, 7.68 ; of calamities, come suddenly on one, S.Ant.585,618 (both lyr.), Aj.1087.

German (Pape)

[Seite 1034] impf. εἷρπον, das Andere von ἑρπύζω, erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, kriechen, Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς ἤτοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ φθόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, gehen, πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., δαίμων Ol. 13, 101, χρόνος N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχθας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευθον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦθον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαθά, das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in ἐφέρπω, u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῦμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch ἑρπύζω, u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρπω: παρατ. εἷρπον: Δωρ. μέλλ. ἑρψῶ Θεόκρ. 5. 45., 18. 40, Ἀττ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐφέρψω: ἀόρ. εἷρψα παρὰ Δίωνι τῷ Χρ. (Λοβεκ. Παραλ. 1. 35), ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι εἵρπῠσα, ἀπαρ. ἑρπύσαι (παραλαμβανόμενα ἐκ τοῦ ἑρπύζω), πρβλ. ἕλκω, εἵλκῠσα. (Ἐκ τῆς √ΕΡΠ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἑρπύζω, ἑρπετόν, ἕρπης· πρβλ. Σανσκρ. sarp, sarp-âmi, sarp-as· Λατ. serp-o, serp-ens). Ἕρπω, «σύρομαι», καθόλου δὲ κινοῦμαι, περιπατῶ βραδέως, ὡς τὸ ἑρπύζω: ἥμενος ἢ ἕρπων Ὀδ. Ρ. 158· ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 95· εἷρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ’ ἀμφ’ ὀβελοῖσι μεμύκει, ἐκινοῦντο μὲν τὰ δέρματα, τὰ δὲ κρέατα ἐν τοῖς ὀβελοῖς μυκηθμῷ ὅμοιον ἦχον ἀπετέλουν, Ὀδ. Μ. 395· ἐπὶ νηπίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 17· ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 207· ἕρπ. ἐξ εὐνῆς Ἀριστοφ. Σφ. 552: - συχν. παρὰ Τραγ., ἁπλῶς ὑπάγωἔρχομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 810, κλ.· ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα Σοφ. Ο. Κ. 1643· Θησεὺς ὅδ’ ἕρπει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1154· ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 316, ἐν Κύκλ. 423· ἕρπε δεῦρο, ἐλθὲ ἐδῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 722· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕρπ. ὁδοὺς Σοφ. Αἴ. 287· κέλευθον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1223, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· ὡσαύτως, ἕρπον τοῖς ὁδοῦσι θηρίον Κωμικὸς παρὰ Πλουτ. 54Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, βότρυς ἐπ’ ἧμαρ ἕρπει Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἥβη ἕρπουσα πρόσω αὐτόθι 546· ἐπὶ δακρύου καταρρέοντος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1231· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, ὡς τὸ Λατ. serpit rumor, Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1087· πρὸς τὸν ἔχονθ’ ὁ φθόνος ἕρπει αὐτόθι 157 (πρβλ. ὑφέρπω)· ὁ πόλεμος ἑρπέτω, ἂς κάμῃ τὸν δρόμον του, Ἀριστοφ. Ἱππ. 673, πρβλ. Λυσ. 129: - ὡσαύτως, προοδεύω, εὐτυχῶ, Πινδ. Ο. 13. 148, πρβλ. Ν. 7. 100: - ἐπὶ δυστυχημάτων, ἐπέρχομαι αἰφνιδίως εἴς τινα, Σοφ. Ἀντ. 585, 619, πρβλ. Αἴ. 1087.

French (Bailly abrégé)

impf. εἷρπον, f. ἕρψω, ao. εἷρψα, pf. inus.
1 se traîner péniblement ; en gén. se mouvoir lentement, avec peine;
2 s’avancer peu à peu, glisser doucement;
3 p. ext. se mouvoir, s’avancer, aller en gén. : ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα SOPH venez le plus vite possible ; ἕρπειν ὁδόν SOPH, κέλευθον SOPH faire un trajet.
Étymologie: R. Ἑρπ, pour Σερπ, se glisser, ramper ; cf. lat. serpo.

English (Autenrieth)

(cf. serpo), ipf. εἷρπον, ἕρπε: creep, crawl; ῥῖνοί, a prodigy, Od. 12.395; specific for generic, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει, ‘breathes and crawls,’ i. e. lives and moves, Il. 17.448, Od. 18.131 ; ἥμενος ἢ ἕρπων, an alliterative saying, ‘sitting or stirring,’ intended to suit any possible attitude or condition, Od. 17.158.

English (Slater)

ἕρπω (ἕρπει; ἕρποι; ἕρπων, -όντων, -όντεσσιν: impf. ἕρπε.)
   a move ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as counterfeit Δ. 2. 1. εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι comes (O. 13.105)
   b advance, continue in temporal sense. “θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) (ἀρετὰν) εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (ἕρποι v. l.) (I. 4.40) μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.26)
   c in tmesis. ποτὶ χρόνος ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)

English (Slater)

ἕρπω (ἕρπει; ἕρποι; ἕρπων, -όντων, -όντεσσιν: impf. ἕρπε.)
   a move ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as counterfeit Δ. 2. 1. εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι comes (O. 13.105)
   b advance, continue in temporal sense. “θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) (ἀρετὰν) εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (ἕρποι v. l.) (I. 4.40) μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.26)
   c in tmesis. ποτὶ χρόνος ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)