Ο

English (LSJ)

ο, sixteenth (later fifteenth) letter in Gr. alphabet; as numeral οʹ = 70, but ͵o = 70 000.
The name of the letter was οὖ, Pl. Cra. 414c, al., Callias ap. Ath. 10.453d, Neoptol. ap. eund. 10.454f, AP 9.385 (Steph. Gramm.); this name was in Plato's time pronounced like the letter itself, Pl. Cra. 393d; ο scanned long, Achae. 33.4; τὸ ο (v.l. ου) στοιχεῖον Suid. s.v. Φιλοξένου γραμμάτιον; later called ὂ μικρόν (Hdn. Epim. 209, Theognost. Can. 13), little or short o, opp. ὢ μέγα great or long o.

Greek Monolingual

ο
βλ. όμικρον.

Greek Monotonic

Ο: ο, ὂμικρόν, μικρό ή βραχύ ο, αντίθ. προς το ὂ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, δηλ. διπλό ο (καθώς το ω γραφόταν αρχικά ∞, δηλ. οο)· δέκατο πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, οʹ = 70, αλλά ͵ο = 70.000. Στους αρχ. χρόνους το ο αναπαριστά αμφότερα τα ο και ω· σε πολλές λέξεις θα πρέπει να προφερόταν όπως το ου, όπως βόλομαι αντί βούλομαι· αντιστρόφως στην Ιων., μοῦνος, νοῦσος, κοῦρος, οὔνομα αντί μόνος, νόσος, κόρος, ὄνομα. Διαλεκτικές μεταβολές:
1. στην Αιολ. αντί α, όπως στροτός αντί στρατός· αντί ε, Ἐρχόμενος αντί Ὀρχόμενος (Βοιωτ.)· αντί , όπως ὔνυμα, στύμα αντί ὄνομα, στόμα·
2. στην Δωρ. συχνά τρέπεται σε οι, ἀγνοιέω, πτοιέω, πνοιά αντί ἀγνοέω, πτοέω, πνοά·
3. όπως το α, το ο συχνά αποβάλλεται ή τίθεται ως πρόθημα για λόγους ευφωνίας, όπως κέλλω - ὀκέλλω, δύρομαι - ὀδύρομαι.
4. στα σύνθ. επίθετα, το ο χάριν μέτρου σε η, θεογενής, ξιφοφόρος αντί θεηγενής, ξιφηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

Ο: ο (ὂ μικρόν) омикрон (15-я буква греч. алфавита): οʹ = 70, ͵ο = 70000.

German (Pape)

ο, ὃ μικρόν, das kleine, d.i. kurze ο, im Gegensatz des ὃ μέγα, des großen oder langen ω, der fünfzehnte Buchstabe des griechischen Alphabets; als Zahlzeichen οʹ = 70, und ͵ο = 70 000. – Die Griechen nannten es οὖ, Plat. Crat. 414 h und öfter; vgl. Ep.adesp. 537 (APP 359). Daher umgekehrt in den attischen Inschriften vor dem Archonten Eukleides Ol. 94.2 der Diphthong ου nur in οὐ, οὐκ, οὗτος gefunden wird, sonst immer durch ο ausgedrückt ist, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 201, 323. Es hatte auch der Laut des ο mit dem von ου gewisse Ähnlichkeit; so lautet βουλή, βούλομαι, οὐρανός äolisch βολή, βόλομαι, ὀρανός, und κόρος, μόνος, νόσος, ὄνομα ionisch κοῦρος, μοῦνος, νοῦσος, οὔνομα, vgl. Koen Greg.Cor. p. 191 ff. und Buttmann Lexil. II p. 28, 301. Sonst findet es sich bei den Äolern statt α, in στροτός, ὀνία, ὄνω, θροσέως statt στρατός, ἀνία, ἄνω, θρασέως, s. Koen Greg.Cor. p. 455, 600; und geht bei denselben in ε über: ἔδοντες, ἐδύναι für ὀδόντες, ὀδύναι, – und in υ, wie ὄνυμα, στύμα, ὕρνις, ὔμοιος statt ὄνομα, στόμα, ὄρνις, ὅμοιος, Koen a.a.O. p. 584.
Bei den Doriern und Ioniern geht es oft in οι über: ἀγνοιέω, ἀλοιάω, πτοιέω, πνοιά, ῥοιά statt ἀγνοέω, ἀλοάω, πτοέω, πνοή, ῥοά, vgl. Koen a.a.O. p. 294.
Im Anlaut erscheint ο oft, ohne daß es als ein bestimmtes Präfixum erkannt werden könnte, teils innerhalb des Griechischen selbst, teils in der Vergleichung mit den verwandten Sprachen; die Sprachvergleichung wird hier bald noch sicherere Ergebnisse gewinnen. Hier möge nur auf Bekanntes hingewiesen werden: βέλοςὀβελός, κέλλωὀκέλλω, δύρομαιὀδύρομαι, νύσσωὄνυξ, nomen – ὄνομα, reckenὀρέγω.