έμβολο

Greek Monolingual

το (AM ἔμβολον
Α και επίθ. ἔμβολος, -ον)
1. οτιδήποτε έχει αιχμηρή άκρη και μπορεί να σφηνωθεί κάπου, πάσσαλος, σφήνα κ.λπ.
2. χάλκινη προεξοχή στην πλώρη για να ανοίξει τρύπα σε εχθρικό πλοίο κατά την εμβολή
3. εξάρτημα μηχανής, παραξόνιο
νεοελλ.
1. αντηρίδα σε προεξέχουσα γωνία
2. προεξοχή για να σφηνωθεί σε κοιλότητα ή εγκοπή, δόντι
3. μελισσοκομικό εργαλείο
4. φυσαλλίδα, σωματίδιο του οργανισμού ή ξένο σώμα που προκαλεί εμβολή σε αγγείο
5. εξάρτημα μηχανής, διάφραγμα που κινείται ευθύγραμμα ή παλινδρομικά για να μεταδώσει κίνηση σε κινητήριο άξονα
6. στριμμένα κλώσματα για την κατασκευή σχοινιού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.
1. σφηνοειδής παράταξη στη μάχη
2. μοχλός θύρας
3. επιστύλιο κίονα
4. το πέος.