αμέργω
Greek Monolingual
(Α ἀμέργω)
(ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ, ξεριζώνω» και όχι απλώς «συγκομίζω, συγκεντρώνω». Το ρήμα χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση της συγκομιδής φρούτων ή λουλουδιών. Στους Αλεξανδρινούς ποιητές απαντά συνήθως στη μέση φωνή και αναφέρεται στο μάζεμα φύλλων ή λουλουδιών. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Είναι πιθανό να συνδέεται με το ρ. ὀμόργνυμι «απομάσσω, σκουπίζω, στεγνώνω» και επομένως και με το σανσκριτ. mārjmi «τρίβω, εξαλείφω, διαγράφω» καθώς και με τις λατιν. λ. mergae «θεριστικό δίκρανο», merges «δέσμη από στάχυα».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοργεύς, ἀμόργη, ἀμοργός, ἄμοργμα.