ανακρούω

Greek Monolingual

ἀνακρούω)
νεοελλ.
1. εκτελώ, παίζω
«η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο»
2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική
3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω
αρχ.
1. σπρώχνω προς τα πίσω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω
«ἀνακρούω ἵππον χαλινῷ» (Ξεν.)
3. ωθώ, απομακρύνω πλοίο από την ξηρά, την προκυμαία
4. πετώ, εκτοξεύω
«ἀνακρούω δίσκον»
5. αρχίζω να παίζω κάποια μελωδία σε μουσικό όργανο, προανακρούω
6. αρχίζω να εκφωνώ λόγο
7. χτυπώ τα χέρια, χειροκροτώ μεσ. -ομαι
8. (για πλοίο) κινούμαι προς τα πίσω
9. αρχίζω να εκτελώ κάποια μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρούω.
ΠΑΡ. ανάκρουσις(-η)
αρχ.
ἀνακρουστικός
νεοελλ.
ανάκρουσμα].