αντίτυπο
Greek Monolingual
το (AM ἀντίτυπος, -ον) τύπος
νεοελλ.
πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα
τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
αρχ.
1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα
2. φρ. (για το σφυρί και το αμόνι) «τύπος καὶ ἀντίτυπος» — κτύπος και αντίκτυπος
3. αυτός που αντηχεί
4. αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιο πρωτότυπο, όμοιος με το πρωτότυπο
5. ό ἀντίτυπος
τέλεια απομίμηση
6. τὸ ἀντίτυπον
κάτι που εντυπώνεται στον νου με ζωηρότητα και ακρίβεια
7. αυτός που απωθεί, που αποκρούει κάτι
8. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός
9. φρ. «οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι» — βάδισμα σε σκληρό έδαφος
10. ισχυρογνώμων, άκαμπτος, επίμονος
11. (για χρώματα) φωτεινός, λαμπρός
12. ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος
13. (για γεγονότα) ενάντιος
14. ο απέναντι.