βρυχιέμαι

Greek Monolingual

(AM βρυχῶμαι, -άομαι)
1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια
2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή
3. θρηνώ, κλαίω γοερά
4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο
μσν.- νεοελλ.
βουίζω υποχθόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαιότερος είναι ο επιτατικός παρακείμενος βέβρυχα, μοναδικός τ. που απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει το βογκητό του πληγωμένου πολεμιστή και τον θόρυβο της θάλασσας, από όπου προήλθε ο ενεστώτας βρυχά-ομαι, -ώμαι, ο αόριστος κ.λπ. αναλογικά προς τα υπόλοιπα ρήματα σε -άω, που εκφράζουν θόρυβο, φωνή, κραυγή (πρβλ. βοάω-ω, γοάω-ώ, μυκά-ομαι, -ώμαι κ.ά.). Πρόκειται δηλ. για εκφραστικό ονοματοποιημένο τ. που πιθ. συνδέεται με τα βρύκω, βρύχω. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει επιδράσει και στο επίθ. βρύχιος, επίδραση που οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. βρυχηθμός, βρύχημα
μσν.
βρυχητικός.
ΣΥΝΘ. αναβρυχώμαι, εκβρυχώμαι, επιβρυχώμαι, υπερβρυχώμαι, υποβρυχώμαι].