δημαγωγέω
English (LSJ)
A to be a leader of the people, καλῶς δ. Isoc.2.16; τῇ μὲν ἐξουσίᾳ τυραννῶν, ταῖς δ' εὐεργεσίαις δημαγωγῶν Id.10.37; cf. δημαγωγεῖ· στρατηγεῖ, Hsch.: usually in bad sense, Ar.Ra.423, etc.
2 c. acc. pers., δημαγωγέω ἄνδρας curry favour with, X.An.7.6.4, cf. Arist.Pol. 1305b26, al.:—Pass., to be won over by popular arts, be conciliated by popular arts, J.AJ 16.2.5.
b = ψυχαγωγέω, τὸν πόθον, of a work of art, Him.Ecl.31.6; τὸ θέατρον, of Homer, Id.Or.20.3.
3 c. acc. rei, introduce measures so as to win popularity, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει D.H.Dem. 17; βουλὰς δ. LXX 1 Es.5.70(73).
II in causal sense, δημαγωγέω τινά = make him popular, App.BC5.53, Pun.133.
Spanish (DGE)
(δημᾰγωγέω) I 1ser gobernante o conductor del pueblo en regímenes monárquicos καλῶς ... δημαγωγήσεις, ἐὰν ... Isoc.2.16, τῇ μὲν ἐξουσίᾳ τυραννῶν, ταῖς δ' εὐεργεσίαις δημαγωγῶν siendo tirano por su poder, pero conductor del pueblo por su benevolencia Isoc.10.37.
2 ser jefe del pueblo, ser jefe del partido o facción popular, ser líder popular (frec. c. ref. impl. al sent. I 3) en Atenas, Ar.Ra.419, πρὸς τὸ δ. ἐλθόντος Περικλέους Arist.Ath.27.1, en Corcira τοὺς δ. εἰωθότας καὶ μάλιστα τοῦ πλήθους προΐστασθαι D.S.12.57, en Argos, D.S.12.80, cf. Hsch.
3 dirigirse al pueblo, arengar οὐ δημαγωγεῖ πρὸς τὸν ὄχλον Plu.2.26c
•frec. c. valor peyor. adular al pueblo, hacer demagogia, ser demagogo en regímenes oligárquicos, Arist.Pol.1305b23, 26, de Pisístrato, Sol.Ep.2, δ. καὶ πρὸς χάριν ὄχλῳ διαλέγεσθαι Plu.Thes.32, ἦν γὰρ ἱκανὸς δ. pues era un hábil demagogo I.Vit.40.
4 gener. atraer, seducir a la gente ποικίλαις δημαγωγοῦσιν ἴυγξιν Philostr.VA 6.10.
II tr.
1 c. valor peyor. ganarse el favor de, atraerse con medios demagógicos, adular c. ac. de pers. o ref. pers. τὸν ὄχλον Arist.Pol.1305b28, 30, ὑμᾶς D.8.34, τὸ πλῆθος I.AI 7.196, en v. pas. οἱ δ' ἄλλως δημαγωγηθέντες Chio 15.2, δημαγωγεῖσθαι καὶ στασιάζειν dejarse convencer por los demagogos y tomar parte en sediciones Plu.Cam.9, cf. Dio 32, δημαγωγούμενος ὄχλος Plu.Eum.13, τῷ λόγῳ καὶ τῇ χάριτι δεδημαγωγημένοι I.AI 16.65
•c. ac. int. οὐ γὰρ δημαγωγήσειν τοῦ το πράττοντας τὴν κενὴν καὶ ἀφυσιολόγητον δημαγωγίαν = que no practicarán haciendo esto una demagogia vana y ajena a la naturaleza, Phld.Epicur.1.28.12
•en cont. milit., sin valor peyor. atraerse, conciliarse, ganarse el apoyo de τοὺς ἄνδρας X.An.7.6.4, πάντας (τοὺς ἡγεμόνας) ταῖς φιλανθρωποτάταις ὁμιλίαις δημαγωγῶν D.S.18.61.
2 gener. seducir, atraer, hechizar c. ac. pers. o ref. pers. τοὺς ἁπάντων ἐδημαγώγησεν ὀφθαλμούς Charito 4.1.10, πάντας ... ἐδημαγώγει τὸ κάλλος Charito 5.1.8, τὰς γραῦς Lib.Or.14.65, πάντας δημαγωγεῖ τῷ ψαλμῷ Gr.Nyss.Res.246.3, δ. ... τὸ θέατρον = hechizar al público, de Homero, Him.66.3
•en v. pas. ser atraído πόθεν ... πρὸς τὸν ἱερὸν τοῦτον ἐδημαγωγήθητε τόπον; Gr.Nyss.M.46.736C.
3 gobernar, regir τοῦ Πνεύματος πάντα δημαγωγοῦντος Chrys.M.61.312.
4 c. ac. de cosa complacer al pueblo concediendo τοῦτο ἐδημαγώγησεν concedió ese favor al pueblo, Charito 8.7.2
•hacerse popular ordenando o disponiendo τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει D.H.Dem.17.1 (cód.).
5 c. valor fact. hacer popular, atraer el fervor popular hacia c. ac. de pers. ἡ δόξα τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον App.BC 5.53.
German (Pape)
[Seite 561] 1) das Volk leiten; καλῶς Isocr. 2, 16; im Gegensatz von τυραννέω 10, 37; gew. im schlechten Sinne, durch Redekünste u. Schmeicheleien das Volk gewinnen u. willkürlich leiten, den Demagogen spielen, Ar. Ran. 419; τοὺς ἄνδρας (die Soldaten) Xen. An. 7, 6, 4; Plut. Thes. 14 u. öfter; auch einen Einzelnen, Arist. Pol. 5, 10. – 2) beim Volk angenehm, populär machen, τινά, App. B. C. 5, 53.
French (Bailly abrégé)
δημαγωγῶ :
I. conduire ou gouverner le peuple;
II. p. suite :
1 se concilier le peuple, se rendre populaire;
2 en mauv. part se rendre populaire en flattant le peuple, être démagogue.
Étymologie: δημαγωγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημαγωγέω [δημαγωγός] het volk leiden:. καλῶς δὲ δημαγωγήσεις u zult op een goede manier uw volk leiden Isocr. 2.16. ongunstig demagoog zijn:; νυνὶ δὲ δημαγωγεῖ ἐν τοῖς ἄνω νεκροῖσι nu is hij demagoog bij de lijken in de bovenwereld Aristoph. Ran. 419; naar de volksgunst dingen:. διὰ φιλονεικίαν δ. uit onderlinge rivaliteit de volksgunst trachten te winnen Aristot. Pol. 1305b23.
Russian (Dvoretsky)
δημᾰγωγέω:
1 руководить или управлять народом (καλῶς, ταῖς εὐεργεσίαις Isocr.; ταῖς ἐπιμελείαις Arst.);
2 заискивать у народа: δημαγωγών Plut. чтобы снискать благоволение масс;
3 привлекать на свою сторону (ἄνδρας Xen.; ὄχλον Arst.);
4 неодобр. быть демагогом Arph., Sext.: δημαγωγοῦντες μεταβάλλουσι τὴν πολιτείαν Arst. (олигархи) с помощью демагогических приемов изменяют государственный (демократический) строй.
Greek Monolingual
(AM δημαγωγῶ, δημαγωγέω) δημαγωγός
είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια του λαού με απατηλά μέσα
αρχ.
1. είμαι ηγέτης του δήμου, του λαού
2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῖ τοὺς ἄνδρας», Ξεν.)
3. κάνω κάποιον δημοφιλή («ἡ δόξα τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον»)
4. συμβουλεύω, προτείνω κάτι στον λαό για να αποκτήσω την εύνοιά του («καὶ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους, ἀλλά τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημαγωγοῦντας», Διον. Αλ.)
5. φρ. «δημαγωγῶ κατά τινος» — προσπαθώ να ξεσηκώσω τα πλήθη εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
δημᾰγωγέω: μέλ. -ήσω,
1. οδηγώ, χειραγωγώ το λαό, με αρνητική σημασία, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. προσ., κερδίζω την εύνοια κάποιου με τεχνάσματα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δημᾰγωγέω: εἶμαι δημαγωγός, ἄγω, ὁδηγῶ τὸν λαόν, καλῶς δ. Ἰσοκρ. 18Α· ἀλλὰ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 419, κτλ.· πρβλ. δημαγωγός. 2) μετ’ αἰτ. προσ., δ. ἄνδρας, ἑλκύω τὴν εὔνοιαν αὐτῶν, ἑλκύω διὰ τέχνης σαγηνεύων τὸν λαόν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 6., 10, 31., 11, 33.― Παθ., ἑλκύομαι, σαγηνεύομαι διὰ τεχνασμάτων, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 16. 2, 5·―ἀντίθετον τῷ τυραννεύω, Ἰσοκρ. 215C. 3)μετ᾽ αἰτ. πράγμ., προτείνω τι, ὅπως κτήσωμαι δι᾽ αὐτοῦ ἰσχύν παρὰ τῷ λαῷ. Διον. Ἁλ. περὶ δ. Δημοσθ. σ. 1001· βουλὰς δ. Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. ε΄, 73). ΙΙ. ἐνεργητικῶς, δ. τινά, καθιστῶ τινα δημοτικόν, ἀγαπητὸν παρὰ τῷ λαῷ, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 53.
Middle Liddell
[from δημαγωγός
1. to lead the people, in bad sense, Ar.
2. c. acc. pers. to win by popular arts, Xen.