διείρω

English (LSJ)

aor. inf.
A διέρσαι Hp.Art.11, al., but διεῖραι Id.Morb.2.5; imper. δίειρον Aen.Tact.31.18; part. διείρας Luc.Alex.26, Ael.VH4.28: pf. διεῖρκα X.Cyr.8.3.10: pf. part. Pass. διῃρμένη Hp.Art.70, but διειρμένα PHolm.3.14:—pass through or draw through, ὑπάλειπτρον διὰ καυμάτων Hp.Art.11; χεῖρας διὰ τῶν κανδύων X. l.c.; τὸν δάκτυλον διὰ τῆς ὀπῆς Ael. l. c.; βελόνας Aeschin.3.166; insert, παττάλους Thphr. CP 2.14.4; λίνον Aen.Tact. l. c.; βελόνην διὰ τῶν ὀφθαλμῶν PMag.Par.1.2949: intr., δάκτυλοι οἷον διείροντες Philostr.VA4.28.
2 string upon, κάνθαρον χρυσῷ PMag.Lond.46.229:—Pass., PHolm. l. c.
II string together in order, weave a story, Philostr.VA8.12:—Pass., λόγος διειρόμενος, = εἰρόμενος, f.l. in D.H.Comp.26.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. διέρσαι Hp.Art.11; perf. part. διειρκότες X.Cyr.8.3.10, pas. perf. part. διῃρμένη Hp.Art.70, διειρμένα PHolm.3.14]
1 hacer pasar a través, introducir c. ac. y διά c. gen. ὑπάλειπτρον ... διὰ τῶν καυμάτων Hp.Art.11, διέρσας διὰ τοῦ κύαρος τὸ λίνον Hp.Morb.2.33, cf. 2.35, τὰς χεῖρας διὰ τῶν κανδύων X.l.c., διὰ τῆς κεφαλῆς ... διείρας (γεράνων ἀρτηρίας) Luc.Alex.26, διὰ τῶν ὀδόντων ... διείρων τοὺς δακτύλους Luc.Tox.43, διὰ τῆς ὀπῆς ... τὸν δάκτυλον Ael.VH 4.28, (βελόνην) διὰ τῶν ὀφθαλμῶν PMag.4.2950, c. ac. y εἰς: εἰς ὃ (ποτήριον) ... τοὺς δακτύλους διείρειν Ath.468c, sólo c. ac. βελόνας Aeschin.3.166, cf. Paul.Aeg.6.37.3, παττάλους Thphr.CP 2.14.4, λίνον Str.16.4.18, Aen.Tact.31.18, en v. pas. χεὶρ διῃρμένη Hp.Art.70
abs. ὀρθοὶ ... δάκτυλοι καὶ οἷον διείροντες extendidos ... los dedos como para pasar a través de algo de una estatua, Philostr.VA 4.28.
2 c. ac. y dat. instrum. engarzar, ensartar (λίθον σμάραγδον) τρήσας δίειρον χρυσῷ PMag.5.242, en v. pas. αὐτὰ (πινάρια) διερμένα τριχὶ ὀνίᾳ PHolm.l.c.
fig. enlazar, empalmar historias sucesivas en una narración, Philostr.VA 8.12.

German (Pape)

[Seite 618] 1) durchreihen, durchstecken; διειρκότες (v.l. διῃρκότες) τὰς χεῖρας διὰ τῶν κανδύων Xen. Cyr. 8, 3, 10; διὰ τῶν ὀδόντων τοὺς δακτύλους Luc. Tox. 43; Pherecyd. bei Ael. V. H. 4, 28; εἰς τὸ ποτήριον τοὺς δακτύλους διείρειν ἑκατέρωθεν Ath. XI, 468 c, u. a. Sp.; ὥσπερ βελόνας διείρουσι, einfädeln, Ausdruck, den Dem. gebraucht hatte, getadelt von Aesch. 3, 166. – 2) an einander reihen, λόγος διειρόμενος Dion. Hal. C. V. 26. Vgl. εἴρω.

French (Bailly abrégé)

f. διερῶ, ao. διεῖρα, pf. διεῖρκα;
faire passer à travers.
Étymologie: διά, εἴρω.

Russian (Dvoretsky)

διείρω:
1 просовывать (τι διά τινος Xen., Luc.);
2 втыкать (τὰς βελόνας Dem. ap. Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

διείρω: ἀόρ. ἀπαρ. διέρσαι, Ἱππ. Ἄρθρ. 788, 833, 834, (ὥστε τὸ διεῖραι αὐτόθι 472. 20, πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμ.), ἀλλὰ μετοχ. διείρας Λουκ. Ἀλεξ. 26, Αἰλ. ΙΙ. Ἱστ. 4. 28· - πρκμ. διεῖρκα Ξεν. Κύρ. 8. 3, 10. Κάμνω τι νὰ διέλθῃ, διαπερῶ, ὑπάλειπτρον διὰ καυμάτων Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χεῖρας διὰ τῶν κανδύων Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν δάκτυλον διὰ τῆς ὀπῆς Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τὸ χωρίον Αἰσχίν. 77. 28 εἶναι ἐφθαρμ. ΙΙ. ἀραδιάζω κατὰ σειράν, συναρμολογῶ, λόγος διειρόμενος = εἰρόμενος Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 26.

Greek Monolingual

διείρω) είρω
1. κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο, σέρνω μέσα από κάτι, διαπερνώ
2. παρεμβάλλω
3. (για λόγους) αραδιάζω στη σειρά, συναρμολογώλόγος διειρόμενος»)
νεοελλ.
ναυτ. περνώ σχοινί μέσα από τρύπα ή τροχίλο
αρχ.
συναρμολογώ, δένω.

Greek Monotonic

διείρω: παρακ. διεῖρκα, διέρχομαι ή διαπερνώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

perf. διεῖρκα
to pass or draw through, Xen.

Léxico de magia

pasar algo a través de una piedra γλυφέντα (τὸν λίθον) δὲ διατρυπήσας καὶ διείρας σπάρτῳ περὶ τὸν τράχηλόν σου εἴρησον una vez grabada la piedra, hazle un agujero, pasa por él un cordón y cuélgatela al cuello P I 69 P I 147 εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον καὶ τρήσας δίειρον χρυσῷ en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo y tras perforarla atraviésala con oro P V 240 una aguja λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐσίαν εἰς αὐτὴν τὴν βελόνην, διεῖρον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κυναρίου toma una aguja, pasa por ella la entidad y métela por los ojos del perrito P IV 2949