μηνίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of μείς,
A lunar crescent, Corn.ND34.
II any crescent-shaped body, esp.
1 covering to protect the head of statues, Ar.Av.1114.
2 Geom., crescent-shaped figure, lune, used in finding areas, Arist.APr.69a33, SE171b15, 172a3, Hero *Deff.36; ὁ διὰ τῶν μ. τετραγωνισμός Simp. in Ph.55.26.
3 crescent-shaped line of battle, Plb.3.115.5.
4 neck-ornament, IG11(2).147 B10 (Delos, iv B.C.), LXX Is.3.19, Jd.8.21, PRyl.125.17 (i A.D.).
5 = olla, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 174] ὁ, dim. von μήνη, lunula; – 1) von einer halbmondförmigen Schlachtordnung, Pol. 3, 115, 5. 7. – Übh. ein mondförmiger Körper, Arist. probl. 15, 10. Bes. – 2) ein Dach über Statuen, um sie vor Schmutz zu bewahren, Ar. Av. 1114; Hesych. erkl. auch τὰ χαλκώματα τῶν πηδαλίων.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. petite lune, lunule, croissant;
II. p. suite 1 sorte de cercle ou de croissant;
2 sorte d'ombrelle ou d'auvent pour garantir la tête des statues;
3 collier, parure pour le cou;
4 ordre de bataille en forme de croissant.
Étymologie: μήν².
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Russian (Dvoretsky)
μηνίσκος: ὁ [demin. к μήνη
1 полулунный навес, козырек (для защиты статуй) Arph.;
2 воен. серповидный (дугообразный) строй, полукруг Polyb.;
3 полулунная линейка, луночка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μηνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μήνη, ἡ σελήνη ὡς φαίνεται πρὶν συμπληρώσῃ τὸ πρῶτον τέταρτον, Λατ. lunula, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 34. ΙΙ. οἷον δήποτε σεληνοειδὲς ἢ μηνοειδὲς σῶμα, ἰδίως: 1) κάλλυμμά τι ὅπερ ἐτίθετο ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν ἀνδριάντων «διὰ τὸ μὴ ἀποπατεῖν κατ’ αὐτῶν τὰ ὄρνεα» (Σχόλ.), ὡς τὸ nimblus ἢ τὸ στεφάνιον τῶν Χριστιανῶν ἁγίων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1114, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτάς, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Τίμ. 51. 2) σχῆμά τι ὅμοιον πρὸς τὴν σελήνην ἐν τῇ ἀρχῇ ἢ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐμφανίσεώς της, χρήσιμον πρὸς εὕρεσιν τῶν ἐμβαδῶν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 25, 2, Σοφ. Ἔλεγχ. 11, 3 καὶ 7. 3) μηνοειδὲς σχῆμα παρατάξεως πρὸς μάχην, Πολύβ. 3. 115, 5. 4) κόσμημά τι τοῦ τραχήλου, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Γ΄, 19, πρβλ. Κριτ. Η΄, 21).
Greek Monolingual
ο (Α μηνίσκος) μήν
1. η σελήνη όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, ημισέληνος, μισοφέγγαρο
2. συνεκδ. κάθε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα που μοιάζει με ημισέληνο («ο μηνίσκος του όνυχα» — το λευκοειδές τμήμα του νυχιού, το οποίο βρίσκεται κοντά στη ρίζα του και το οποίο έχει τοξοειδές σχήμα)
1. νεοελλ. μαθημ. γεωμετρικό σχήμα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο τόξα τα οποία έχουν κοινά άκρα και τών οποίων οι κυρτότητες βρίσκονται προς το ίδιο μέρος
2. ανατ. ινοχόνδρινο πέταλο που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αρθρικές επιφάνειες, οι οποίες δεν εφαρμόζουν ακριβώς, για αποκατάσταση της αρμονίας ανάμεσά τους («μηνίσκος του γονάτου»)
3. στρ. χαράκωμα της παλαιότερης οχυρωματικής, το οποίο ήταν τοξοειδές διμέτωπο έργο κατασκευασμένο έξω από τον χώρο της κυρίως οχύρωσης
4. φυσ. καμπύλη επιφάνεια η οποία σχηματίζεται στο άνω άκρο μιας στήλης υγρού που περιέχεται σε έναν σωλήνα, ως αποτέλεσμα της δράσης τών τριχοειδικών δυνάμεων
αρχ.
1. σχήμα που μοιάζει με ημισέληνο και το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών εμβαδών
2. ημισεληνοειδές ή δρεπανοειδές σχήμα παράταξης για μάχη («ὑπεχώρουν εἰς τοὐπίσω λύσαντες τὸν μηνίσκον», Πολ.)
3. κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο σε ημισεληνοειδές σχήμα («καὶ ἔλαβε τοὺς μηνίσκους τοὺς ἐν τοῖς τραχήλοις τών καμήλων αὐτῶν», ΠΔ)
4. χύτρα
5. ημισεληνοειδές κάλυμμα για την προστασία της κεφαλής ανδριάντων («χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῖν ὥσπερ ἀνδριάντες», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
μηνίσκος: ὁ, υποκορ. του μήνη, ημισέληνος, μισοφέγγαρο, Λατ. lunula· κάλυμμα που προστατεύει τις κεφαλές των αγαλμάτων (όπως το nimbus ή το φωτοστέφανο των Χριστιανών Αγίων), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μηνίσκος, ὁ, [Dim. of μήνη
a crescent, Lat. lunula: a covering to protect the head of statues (like the nimbus or glory of Christian Saints), Ar.