οὐλαμός
English (LSJ)
ὁ,
A throng of warriors, especially in battle, in Hom. always οὐλαμὸς ἀνδρῶν, Il. 4.251, 273, al. (never in Od.); μελισσαῖος οὐλαμός a swarm of bees, Nic.Th. 611.
II later as a t.t., troop of cavalry, Plb.6.28.3, al., Plu.Lyc. 23.
German (Pape)
[Seite 412] ὁ (mit εἴλη, εἴλλω, οὖλος zusammenhangend, vgl. Buttm. Lexil. II p. 159), ein Kriegshaufe, eine Schaar Krieger, bes. im Schlachtgelmmel; Hom. vrbdt stets οὐλαμὸς ἀνδρῶν, das Gewühl der Streitenden, Il. 4, 251. 273. 20, 113. 379 (Od. gar nicht); Nic. Th. 61) auch von einem Bienenschwarm, μελισσαῖος οὐλ. – Später ein Reitergeschwader, eine gewisse Anzahl Reiter, Pol. 6, 28, 3 u. öfter; Plut. Pomp. 71, der Lycurg. 23 berichtet εἶναι τὸν οὐλαμόν, ὡς Λυκοῦργος συνέστησεν, ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆθος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 troupe, multitude, particul. de guerriers;
2 postér. escadron de cavalerie.
Étymologie: R. ϜολϜ, rouler ; v. εἰλέω, lat. volvo.
Russian (Dvoretsky)
οὐλᾰμός: ὁ
1 толпа, масса (ἀνδρῶν Hom.);
2 улам, конный отряд Polyb.: εἶναι τὸν οὐλαμὸν ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆθος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων Plut. (по словам Гиппия, при Ликурге) улам представлял собой строй всадников численностью в 50 человек, построенных четырехугольником.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰμός: -οῦ, ὁ, πλῆθος πυκνόν, στῖφος πολεμιστῶν μάλιστα ἐν μάχῃ, Λατ. globus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε οὐλαμὸς ἀνδρῶν, ὡς Ἰλ. Δ. 251, 273, κ. ἀλλ. (οὐδέποτε ἐν τῇ Ὀδ.)· οὐλ. μελισσαῖος, σμῆνος μελισσῶν.., Νικ. Θ. 611. ΙΙ. μετέπειτα ὡς τεχνικὸς ὅρος, ἴλη ἱππικοῦ συνισταμένη ἐξ ὡρισμένου τινὸς ἀριθμοῦ, Λατ. turma, ala, Πολύβ. 6. 28, 3, κλ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 23. (οὐλαμὸς κεῖται ἀντὶ ὀϝλαμός, δηλ. ϝολαμός, ἐκ τῆς √ϜΕΛ, ἴδε ἐνλ. εἴλω).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός)
νεοελλ.
1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή
2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό
3. ναυτ. τακτικός σχηματισμός από τρία πλοία που σχηματίζουν τρίγωνο του οποίου την κορυφή κατέχει το ουλαμηγό πλοίο
αρχ.
1. πυκνό πλήθος, στίφος πολεμιστών, ιδίως μαχόμενων
2. (ως τεχνικός όρος) ίλη ιππικού που αποτελούνταν από ορισμένο αριθμό ιππέων
3. μτφ. (για μέλισσες) σμήνος («οὐλαμός μελισσαῖος», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. εἰλῶ «πιέζω, σφίγγω» < wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω» (βλ. λ. είλω) με κατάλ. -αμος (πρβλ. πλόκ-αμος, ποτ-αμός). Η ύπαρξη αρκτικού F- στη λ. οὐλαμός (< Fολαμος) επιβεβαιώνεται αφ' ενός από το αρκτικό γ- του τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γόλαμος
διωγμός (η προπαροξυτονία του τ. γόλαμος είναι λεσβιακής προέλευσης) και αφ' ετέρου από τη μετρική του ομηρ. κειμένου. Η δίφθογγος ου- οφείλεται σε μετρική έκταση, η οποία διατηρήθηκε και γενικεύθηκε στη μτγν. Ελληνική].
Greek Monotonic
οὐλᾰμός: -οῦ, ὁ (εἴλω),
I. πλήθος πολεμιστών, οὐλαμὸς ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταγεν., ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, σε Πολύβ., Πλούτ.
Middle Liddell
οὐλᾰμός, οῦ, ὁ, εἴλω
I. a throng of warriors, οὐλαμὸς ἀνδρῶν Il.
II. later, a troop of cavalry, Lat. turma, ala, Polyb., Plut.
Frisk Etymology German
οὐλαμός: {oulamós}
Grammar: m.
Meaning: Gedränge, Getümmel, Gewühl (Il.; οὐ. ἀνδρῶν); übertr. von Bienen (Nik.); technisch = Reitertrupp (Plb., Plu.; Solmsen Unt. 79, Fraenkel Nom. ag. 2, 208 A. 2);
Composita: als Vorderglied in οὐλαμηφόρος, οὐλαμώνυμος (Lyk.); Einzelheiten bei Trümpy Fachausdrücke 159.
Etymology: Aus γόλαμος (=ϝόλ-)· διγμός H. (zum Akz. Bechtel Dial. 1, 120) ergibt sich urspr. (ϝ)ολαμός m. metr. Dehnung (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 124 f.). Von 1. εἰλέω zusammendrängen mit ο -Abtönung wie in ποταμός, πλόκαμος u.a.
Page 2,443
Mantoulidis Etymological
(=στίφος πολεμιστῶν). Ἀντί ὀλαμός. Ἀπό τό εἴλω ἤ εἴλω ἤ εἰλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.