πληρωμή

Greek Monolingual

και πλερωμή, η, Ν πληρώνω / πλερώνω
1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή της αξίας αγοραζόμενου πράγματος
2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή
3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους
4. μτφ. η ανταμοιβή («έγιανε ο νιος κι η κόρη πήρε πληρωμή καθάριο δαχτυλίδι κι όλο μάλαμα», Κρυστάλλ.)
5. φρ. α) «πληρωμή με αντικαταβολή» — η εξόφληση της αξίας ενός εμπορεύματος κατά την παραλαβή του
β) «πληρωμή με προθεσμία» — ο διακανονισμός μιας οφειλής μετά από πάροδο ορισμένου χρόνου από τη στιγμή που έγινε η συναλλαγή
γ) «διεθνείς πληρωμές» — πληρωμές που διενεργούνται σε ξένα νομίσματα και αφορούν δαπάνες για εισαγωγές, για ξένες υπηρεσίες, τουρισμό, σπουδές στο εξωτερικό, κ.ά. περιπτώσεις
δ) «εξωτερικές πληρωμές» — πληρωμές που διενεργούνται από χώρα σε χώρα για οποιονδήποτε λόγο και που εμφανίζονται στο ισοζύγιο πληρωμών
ε) «ισοζύγιο πληρωμών
λογιστική κατάσταση που απεικονίζει την αξία όλων τών οικονομικών συναλλαγών μεταξύ τών κατοίκων μιας χώρας και τών κατοίκων άλλων χωρών και διακρίνεται σε ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίων.

Translations

payment

Arabic: دَفْع‎; Hijazi Arabic: دَفْع‎; Armenian: վճարում; Aromanian: platã, arugã; Azerbaijani: ödəniş; Basque: ordainketa, ordaintze; Belarusian: аплата, плата, плацеж; Bulgarian: плащане, платеж; Catalan: pagament; Chinese Mandarin: 付款; Czech: platba; Danish: betaling; Dutch: betaling; Estonian: makse; Finnish: maksu; French: paiement, payement; Galician: pagamento, pago, paga; Georgian: გადასახადი; German: Bezahlung; Greek: πληρωμή; Ancient Greek: ἀπόδοσις, ἀπότισις, διευλύτησις, δόσις, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἔκτισις, ἔσεισις, εὐλύτησις, εὐλύτωσις, μισθοπορία, μισθός, μισθοφορία, πώλημα, τίσις, φορά, χειροδόσιον, χρεωλύτησις; Hungarian: fizetés, kifizetés, befizetés, törlesztés, kiegyenlítés, lerovás, megfizetés; Indonesian: pembayaran; Ingrian: makso; Irish: íocaíocht; Italian: pagamento; Japanese: 支払い, 入金; Korean: 지불(支拂), 변제(辨濟); Latin: pensio; Latvian: maksājums; Lithuanian: mokėjimas; Macedonian: плаќање; Malay: bayaran; Maori: utunga; Norman: paiement; Norwegian Bokmål: betaling; Persian: پرداخت‎; Polish: zapłata, wypłata, opłata, płatność; Portuguese: pagamento; Romanian: plată, plătire; Russian: платёж, оплата, плата, уплата, выплата; Scottish Gaelic: dìoladh; Serbo-Croatian Cyrillic: плаћање; Roman: plaćanje; Slovak: platba; Slovene: plačilo; Spanish: pago; Swahili: malipo; Swedish: betalning; Telugu: చెల్లింపు; Turkish: ödeme; Ukrainian: платі́ж, плата; Urdu: ادائیگی‎; Welsh: talu