προκάμνω

English (LSJ)

A work or toil before, Thgn.925.
II toil for or in defence of, τινος S.Aj.1270.
III grow weary, give up, μὴ πρόκαμνε A.Eu. 78; μὴ προκάμητε πόδα E.HF119(lyr.); of dogs, Poll.5.64, cf. Porph. Abst.3.18.
IV have a previous illness, Th.2.49.
2 to be distressed beforehand, τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς ib.39: c. gen., Ael.VH 14.6.

German (Pape)

[Seite 727] (s. κάμνω), vorarbeiten, sich vorher anstrengen, Theogn. 921; sich für Einen anstrengen, τινός, Soph. Ai. 1249 u. Sp.; – vorher krank sein, leiden, εἴ τις προέκαμνέ τι, Thuc. 2, 49. vgl. 2, 39, dah. vorher ermatten, μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον, Aesch. Eum. 78, μὴ προκάμητε πόδα, Eur. Herc. F. 119, Ael. V. H. 14, 6 setzt προκάμνειν τῶν ἐπιόντων, entgegen dem ἐπικάμνειν ἐπὶ παρεληλυθότων.

French (Bailly abrégé)

f. προκαμοῦμαι, ao.2 προέκαμον, par contr. προὔκαμον, etc.
I. travailler d'avance ou auparavant, d'où
1 se fatiguer d'avance;
2 s'affliger d'avance : τινί, de qch;
3 tomber malade ou succomber auparavant;
II. travailler, se fatiguer, se donner de la peine pour qqn.
Étymologie: πρό, κάμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κάμνω voortijdig opgeven; met ptc.. μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον geef niet te snel op deze inspanning te dragen Aeschl. Eum. 78. tevoren lijden:; τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν niet tevoren gebukt gaan onder ellende die nog komen moet Thuc. 2.39.4; met acc. tevoren lijden aan:. εἰ δέ τις καὶ προέκαμνέ τι als iemand tevoren ook aan een ziekte leed Thuc. 2.49.1. zwoegen voor, met gen.: οὗ σύ πολλάκις... προὔκαμες voor wie jij zo vaak (in de strijd) gezwoegd hebt Soph. Ai. 1270.

Russian (Dvoretsky)

προκάμνω:
1 (за)ранее уставать: μὴ πρόκαμνε τόνδε πόνον Aesch. сумей вынести этот труд до конца (досл. не устань раньше времени от этого труда);
2 ранее страдать или болеть: εἴ τις καὶ προέκαμνέ τι Thuc. если кто-л. и болел чем-л. (до этой эпидемии); μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ π. Thuc. не удручать себя заранее предстоящими страданиями;
3 трудиться за (кого-л.): οὖ σὺ τὴν σὴν προτείνων προὔκαμες ψυχὴν δόρει Soph. за которого ты боролся, жертвуя жизнью.

Greek Monolingual

Α
1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων
2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον
3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.)
4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων
5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κάμνω «μοχθώ, καταπονούμαι»].

Greek Monotonic

προκάμνω: μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ προέκᾰμον,
I. εργάζομαι ή μοχθώ από πριν, σε Θέογν.
II. κοπιάζω για χάρη ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινός, σε Σοφ.
III. κουράζομαι, εγκαταλείπω, μὴ πρόκαμνε, σε Αισχύλ.· μὴ προκάμητε πόδα, σε Ευρ.
IV. έχω προηγούμενη ασθένεια, σε Θουκ.· θλίβομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προκάμνω: ἐργάζομαικοπιάζω πρότερον, Θέογν. 921. ΙΙ. κοπιάζω ὑπέρ τινος, ὑπερασπίζω τινά, τινὸς Σοφ. Αἴ. 1270. ΙΙΙ. προαποκάμνω, μὴ πρόκαμνε Αἰσχύλ. Εὐμ. 78· μὴ προκάμητε πόδα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 119· ἐπὶ κυνῶν, Πολυδ. Ε΄, 64. IV. ἔχω προτέραν ἀσθένειαν, Θουκ. 2. 49· ― θλίβομαι ἐκ τῶν προτέρων, τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς 2. 39· μετὰ γεν., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 6.

Middle Liddell

fut. -καμοῦμαι aor2 προέκᾰμον
I. to work or toil before, Theogn.
II. to toil for or in defence of, τινός Soph.
III. to grow weary, give up, μὴ πρόκαμνε Aesch.; μὴ προκάμητε πόδα Eur.
IV. to have a previous illness, Thuc.;— to be distressed beforehand, Thuc.

Lexicon Thucydideum

prius laborare, to be troubled first, 2.39.4,
de morbo, concerning disease 2.49.1.