προοπτική
Greek Monolingual
η, Ν
1. τεχνολ. μέθοδος γραφικής αναπαράστασης, πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, τών τρισδιάστατων αντικειμένων όπως αυτά φαίνονται σε συνάρτηση με την απόσταση και τη θέση του παρατηρητή
2. (καλ. τέχν.) σύνολο κανόνων που επιτρέπουν την αναπαράσταση του όγκου σε επίπεδη επιφάνεια
3. μαθημ. απεικόνιση ενός σώματος πάνω σε μια επιφάνεια με κωνική ή παράλληλη προβολή
4. η άποψη που παρουσιάζει ένα τοπίο, μια σκηνή ή ένα αντικείμενο όταν το βλέπει κανείς από μεγάλη απόσταση, θέα
5. δυνατότητα μελλοντικής πραγματοποίησης ή ανάπτυξης (α. «το πρόγραμμα αυτό δεν έχει καμιά προοπτική» β. «διανοίγονται ευρείες προοπτικές για το εξωτερικό μας εμπόριο»)
5. θεώρηση τών πραγμάτων από χρονική απόσταση («το σχέδιο καταστρώθηκε με την προοπτική ότι οι οικονομικοί πόροι θα έχουν διπλασιαστεί ώς τότε»)
6. φρ. α) «ατμοσφαιρική προοπτική»
(καλ. τεχν.) εντύπωση βάθους που κατορθώνεται με την απλή διαβάθμιση της χρωματικής έντασης και τών αποχρώσεων τών στοιχείων που, λογικά, βρίσκονται κοντά σε σχέση με τα απομακρυσμένα στοιχεία της παράστασης
β) «προοπτική εξ απόπτου» ή «παράλληλη προοπτική»
(καλ. τέχν.) σύστημα απεικόνισης όπου το σημείο όρασης, ή κέντρο προβολής, βρίσκεται στο άπειρο και οι παράλληλες γραμμές που φεύγουν παραμένουν μη συγκλίνουσες
γ) «κεντρική προοπτική» ή «κλασική προοπτική»
(καλ. τεχν.) προβολή σε κατακόρυφο επίπεδο, από ένα και μοναδικό σταθερό σημείο όρασης, τών προς απεικόνιση αντικειμένων, όπου οι παράλληλες γραμμές συγκλίνουν προς ένα σημείο φυγής
δ) «έργο με προοπτική»
(καλ. τεχν.) το έργο που εκπληρώνει τις προϋποθέσεις τις οποίες απαιτούν οι κανόνες της προοπτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. προοπτικός].