σφήκα

Greek Monolingual

και σφήγκα, η / σφήξ, -ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, -ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, -ακός, Α
κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις μέλισσες, κατασκευάζουν τη φωλιά τους, τη γνωστή ως σφηκοφωλιά, από μια μάζα που μοιάζει με χαρτί και χαρακτηρίζονται από το δηλητηριώδες κεντρί τους και την ευδιάκριτη περίσφιγξη της κοιλιάς που φέρει εναλλασσόμενες κίτρινες και μαύρες εγκάρσιες ταινίες
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός ενοχλητικού, φορτικού ανθρώπου
2. (στο παρελθόν) είδος επιμήκους κυνηγετικού όπλου
αρχ.
1. μακρύ ξύλο με μυτερό άκρο, σφηκίσκος
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Σφῆκες
κωμωδία του Αριστοφάνους η οποία διδάχθηκε στα Λήναια το 422 π.Χ. και στην οποία διακωμωδείται το δικαστικό μένος τών Ηλιαστών, που κολακεύονται από τους δημαγωγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ηξ, που εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα δηλωτικά εντόμων (πρβλ. μύρμηξ, σχώληξ). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με τη λ. σφήν «σφήνα», επίσης άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση, εξάλλου, της λ. με τα σφάκελος «σύσπαση, σπασμός» και ψήν «είδος εντόμου» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το συνώνυμο λατ. vespa, ενώ η αναγωγή της σε αμάρτυρο τ. Foσφᾶξ, από όπου ο ιων. ὁσφήξ και ὁ σφήξ με απόσπαση του αρκτικού ο-, που θεωρήθηκε εσφαλμένα ως άρθρο, δεν θεωρείται πιθανή. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. σφήκα και σπανιότερα, σφήγκα (η), που έχουν προέλθει από το αρχ. σφήξ, -ηκός, ο δεύτερος πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σφίγγω, ενώ το θηλ. γένος που επικράτησε στη Νέα Ελληνική οφείλεται στο γένος του συνωνύμου μέλισσα.