σύνδεση

Greek Monolingual

η / σύνδεσις, -έσεως, ΝΜΑ συνδέω
η ενέργεια του συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση
νεοελλ.
1. συγκράτηση, συνοχή
2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η οποία μπορεί να είναι ολική, οπότε συνεπάγεται την έλξη τών γονιδίων κατά την σύναψη, ή μερική, οπότε συνεπάγεται την ανταλλαγή τους
3. τηλεπ. τρόπος επικοινωνίας μεταξύ δύο απομακρυσμένων σημείων (α. «ραδιοηλεκτρική σύνδεση» β. «τηλεγραφική σύνδεση»)
4. (φιλοσ.) ο αλληλοκαθορισμός τών φαινομένων στον χώρο και στον χρόνο
5. φρ. α) «ενέργεια σύνδεσης»
φυσ. η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την απομάκρυνση ενός σωματιδίου από ένα σύστημα σωματιδίων ή και για τον πλήρη διαχωρισμό όλων τών σωματιδίων ενός συστήματος
β) «σύνδεση σήματος»
(γεωδ.-τοπ.) ο προσδιορισμός της απόστασης και διεύθυνσης του σήματος με αρκετή ακρίβεια, ώστε να γίνεται με ευχέρεια η επανεύρεσή του
γ) «σύνδεση ποταμού» ή «σύνδεση τών ακτών» — τοποθέτηση ή κατασκευή γέφυρας
δ) «αεροπορική [ή ατμοπλοϊκή] σύνδεση» — δρομολόγηση συγκοινωνιακών μέσων
ε) «τηλεφωνική σύνδεση» — τοποθέτηση τηλεφωνικών γραμμών για την τηλεφωνική επικοινωνία, κλήση ενός αριθμού μέσω του τηλεφωνικού κέντρου
στ) «σύνδεση εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη σύνδεση»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
ζ) «σύνδεση εν σειρᾴ»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
αρχ.
1. η πύκνωση ρευστού μίγματος, το πήξιμο
2. (για κείμενο) η συνέχεια
3. σύσφιγξησύνδεσις τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η καθ' υπόταξη σύνταξη.