ἀγρότερος
English (LSJ)
α, ον, (ἀγρός; properly opp. ὀρέσ-τερος) poet. for ἄγριος, in Hom. always of
A wild animals, ἡμίονοι, σύες, αἶγες, Il.2.852, 12.146, Od.17.295; ἀγροτέρης ἐλάφοιο Hes.Sc.407; φὴρ ἀ. Pi.P.3.4: abs., ἀγρότεροι Theoc.8.58; ἀ. καὶ νέποδες AP6.11 (Satyr.).
2 of countrymen, AP9.244 (Apollonid.), APl.4.235 (Id.).
3 of plants, wild, AP9.384.8, cf. Nic. Th.711, Coluth.111.
II (ἄγρα) fond of the chase, huntress, of the nymph Cyrene, Pi.P.9.6: metaph., μέριμνα ἀ. Id.O.2.60.
2 pr. n. Ἀγροτέρα, Artemis the huntress, Il.21.471, X.Cyn.6.13; worshipped at Agra in Attica, IG2.467, Paus.1.19.6; at Sparta and elsewhere, X.HG4.2.20, Ar.Eq.660, etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. hαγρατέρα ISic.MG 5.11 (Tarento V a.C.) Ἀγρετέρα CEG 770 (Ática IV a.C.)
I 1de anim. que vive en el campo, salvaje (op. a los animales domésticos) βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν ἠὲ μετ' ἀγροτέρας ἐλάφους Od.6.133, cf. Il.21.486, Hes.Sc.407, ἡμιονοι Il.2.852, αἶγες Od.17.295, ἀγροτέρῳ συῒ καπρίῳ ἠὲ λέοντι Il.11.293, λέοντες Pi.N.3.46, θῆρες Emp.B 9.2, λέαινα Nonn.D.3.388
•abs. ἀγρότεροι animales salvajes Theoc.8.58, ἀγροτέραν κέρδεα καὶ νεπόδων AP 6.11 (Satrius)
•de plantas silvestre ῥίζα AP 9.384.8, κύμινον Nic.Th.711, κάλαμοι Colluth.111, ἐλαίη SHell.974.3.
2 que vive en plena naturaleza, agreste esp. como epít. de Ártemis (a veces abs. ἡ Ἀ.) πότνια θηρῶν, Ἄρτεμις ἀ. la señora de las fieras, Ártemis agreste, Il.21.471, cf. Sapph.44a.9, B.11.37, 5.123, Carm.Conu.3.3, X.Cyn.6.13, HG 4.2.20, Ar.Th.115, Lys.1262, Eq.660, Arist.Ath.58, ISic.MG l.c., CEG l.c., CIRB 1014.2 (IV a.C.), ID 2387.2 (heleníst.), IG 22.1028.8 (I a.C.), Paus.1.19.6, Nonn.D.48.349
•de otros seres semidivinos: παρθένος ἀ. de la ninfa Cirene, Pi.P.9.6, φῆρ' ἀ. del centauro Quirón, Pi.P.3.4, θεοὶ ἀγρότεροι dioses de la caza y de la vida salvaje, TAM 2(1).130.3 (Lida I d.C.).
3 campestre, rural ὁδός Milet 6(2).745 (II a.C.)
•subst. οἱ ἀγρότεροι campesinos, AP 9.244, 16.235 (ambos Apollonid.), cf. Aesop.226.3δ.
II fig. violento, intenso μέριμνα Pi.O.2.54.
German (Pape)
[Seite 24] p., = ἄγριος, 1) auf dem Felde lebend, von Tieren, Hom. ἡμίονοι Il. 2, 852, σῦς 11, 293, αἶγες Od. 17, 295, έλαφοι 6, 133; λέων Pind. N. 3, 44; βόες Theocr. 25, 135; θηρία 8, 58; ἐλαία Dionys. 6 (VI, 3). – Dah. Landleute, Apollonid. 15 (IX, 244); ἀγροτέρων θεός ist Pan, Apollonid. 10 (Plan. 235). – 2) Ἄτρεμις ἀγροτέρα, gew. erkl. die Jägerin, Hom. nur Iliad. 21, 471, welcher Vers nach Aristarch unecht ist, s. Aristonic. in den Scholl.; vgl. Scholl. 511; – Scol. 11 Iac. Ar. Th. 116 Lys. 1262 Xen. Cyn. 6, 13; auch ἡ Ἀγροτέρα allein, bes. bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 4, 2, 20; Ar. Eq. 658; – Pind. παρθένος P. 9, 6; μέριμνα Ol. 2, 60, wo der Schol. ἀγρευτική erkl.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
champêtre, rustique ; sauvage.
Étymologie: ἀγρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρότερος:
I 3 полевой, степной, дикий (ἡμίονοι, αἶγες, σῦς, ἔλαφος Hom.; λέων Pind.; θηρία Theocr.; ἐλαία Anth.).
II ὁ поселянин, крестьянин Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἄγριος, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, σύες, ἔλαφοι, αἶγες, ἡμίονοι, οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ Πίνδ.· ὡσαύτως μόνον ἀγρότερον ἢ -ρα, Θεόκο. 8. 58. 2) ἐπὶ χωρικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 244. Πλαν. 235. 3) ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἄγριον, Ἀνθ. Π. 9. 384· πρβλ. Κόλουθ. 108. ΙΙ. (ἄγρα) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἄγραν, τὴν θήραν, κυνηγός, περὶ τῆς νύμφης Κυρήνης (πρβλ. ἀγρότης), Πινδ. Π. 9. 10: - μεταφρ., μέριμνα ἀγρ., ὁ αὐτ. Ο. 2. 100. 2) ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀγροτέρα, Ἄρτεμις ἡ κυνηγός, ὡς τὸ Ἀγραία, (πρβλ. ἀγρεύς, ἀγρευτής), Ἰλ. Φ. 471 (στίχ. ἀμφίβ.), Ξεν. Κυν. 6. 13, λατρευομένη ἐν Σπάρτῃ, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 20, καὶ ἀλλαχοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2117, 5173, Παυσ. 1. 19, 6, καὶ ἀλλ.· πρβλ. ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 660 καὶ ἴδε ἐν λ. χίμαιρα. Θεοὶ ἀγρότεροι ἐπιγρ. ἐν Hell. J. 10 σ. 55.
English (Autenrieth)
(poet. parallel form to ἄγριος): wild; of Artemis as huntress, ‘ranging the wild,’ Il. 21.471.
English (Slater)
ἀγρότερος
a wild, living in the wilds Χίρωνα φῆρ' ἀγρότερον (P. 3.4) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46)
b eager in pursuit ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (i. e. the huntress Cyrene.) (P. 9.6) met., ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν, (i. e. ambitious: ἁβροτέραν coni. Stadtmüller, Wil.: lect. codicum def. van Leeuwen.) (O. 2.54)
Greek Monotonic
ἀγρότερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἄγριος,
I. 1. άγριος, λέγεται για τα ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. λέγεται και για χωρικούς, σε Ανθ.
3. επίσης χρησιμοποιείται για φυτά, άγριος, στον ίδ.
II. (ἄγρα) αυτός που αγαπά το κυνήγι· Ἀγροτέρα, η Κυνηγός, δηλ. η Άρτεμη, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Middle Liddell
ἄγρα
I. poet. for ἄγριος, wild, of animals,Hom., etc.
2. of countrymen, Anth.
3. of plants, wild, Anth.
II. fond of the chase; Ἀγροτέρα, the Huntress, i. e. Artemis, Il., Xen.