ἀκροβολίζομαι
English (LSJ)
aor. ἠκροβολισάμην Hdt. 8.64, Th.3.73:—throw from afar, fight with missiles, as opp. to close combat, skirmish, πρός τινα Th.4.34: abs., Id.3.73, X.Cyr.8.8.22: metaph., ἀ. ἔπεσι Hdt.8.64, cf. Ph.1.134:—Act. only AP7.546, Hsch.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. AP 7.546, Hsch.]
1 intercambiar proyectiles, descargar las armas arrojadizas sin llegar al cuerpo a cuerpo, escaramuzar, hacer una escaramuza ὀλίγον οὕτω πρὸς ἀλλήλους ἠκροβολίσαντο Th.4.34, cf. Plb.3.94.3, Plu.Alex.31, abs. ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Th.3.73, cf. X.Cyr.8.8.22, Aen.Tact.39.1, Plb.1.19.6
•v. act. tirotear πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας AP l.c., fig. τοιαῦτα ἠκροβολίσαντο πρὸ τῆς δίκης tales fueron las escaramuzas previas al juicio Philostr.VA 8.4.
2 fig. tirotearse con ἔπεσι Hdt.8.64.
French (Bailly abrégé)
ao. ἠκροβολισάμην;
1 lancer de loin (des traits, des projectiles, etc.);
2 particul. lancer des traits de loin, engager une escarmouche.
Étymologie: ἀκροβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολίζομαι: ἀόρ. ἠκροβολισάμην, Ἡρόδ., Θουκ.: ἀποθ. Ρίπτω μακρόθεν, μάχομαι δι’ ἀκοντίων καὶ βελῶν καὶ λίθων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην, ἁψιμαχῶ, Θουκ. 4. 34· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3.73, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22: ― μεταφ., ἀκρ. ἔπεσι, Ἡρόδ. 8, 64: ― τὸ ἐνεργ. μόνον ἐν Ἀνθ. Π. 7. 546 καὶ παρ’ Ἡσυχ. «ἀκροβολίζει, ἀκοντίζει πόρρω...»
Greek Monolingual
(Α ἀκροβολίζομαι) ἀκρόβολος
νεοελλ.
(Στρατ.)
1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)
2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ
αρχ.
1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά του εχθρικού στρατεύματος
2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην» (σώμα με σώμα)
3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόβολος.
ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικός
αρχ.
ἀκροβόλισις
νεοελλ.
ακροβολιστής, ακροβολιστί].
Greek Monotonic
ἀκροβολίζομαι: αόρ. αʹ ἠκροβολισάμην· (ἀκροβόλος)· αποθ.· ρίχνω από μακριά, μάχομαι με ακόντια, βέλη και λίθους, αψιμαχώ, πολεμώ άτακτα, πρός τινα, ή απόλ., σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., ἀκρ. ἔπεσι, σε Ηρόδ.· το Ενεργ. μόνο σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀκροβόλος
to throw from afar, to fight with missiles, to skirmish, πρός τινα or absol., Thuc., Xen.:—metaph., ἀκρ. ἔπεσι Hdt.—The Act. in Anth.
Mantoulidis Etymological
(=μάχομαι ἀπό μακριά). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀκροβόλος (ἄκρος + βάλλω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκροβολία, ἀκροβόλισις, ἀκροβόλισμα, ἀκροβολισμός, ἀκροβολιστής.