ἀνακύκλησις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a coming round again, circuit, revolution, Pl.Plt. 269e, cf. Plu. Sol.4.
2 in Metric, recurrence of form, strophic arrangement, Heph.17.4, Poëm.3.2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1giro, vuelta Pl.Plt.269e, διὰ πάντων ἀνακύκλησις Plu.Sol.4, ἡλίου Ph.1.588, σελήνης Ph.2.281
ciclo χρόνων Sch.Arat.1091M.
2 métr. iteración de un ritmo, Heph.17.4, ἀνακυκλήσει ὁ ποιητὴς γράφει Heph.Poëm.3.2.
II confusión λόγον ... μίξιν τινὰ τῶν ὑποστάσεων καὶ ἀνακύκλησιν κατασκευάζοντα Gr.Nyss.Tres dei 55.23.

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, Wiederkehr in regelmäßigem Kreislauf, Plat. Polit. 269 e; neben περίοδος ἡ διὰ πάντων ἀνακ. Plut. Sol. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de recommencer un tour, révolution.
Étymologie: ἀνακυκλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακύκλησις: -εως, ἡ, ἡ ἐν κύκλῳ ἐπάνοδος, στροφή, ἐπιστροφή, Πλάτ. Πολ. 269Ε.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακύκλησις: εως ἡ круговращение, круговорот, возвращение к исходному положению Plat., Plut.

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ