ἄθρυπτος

English (LSJ)

ἄθρυπτον, (θρύπτω)
A unbroken, imperishable, Plu.2.1055b; tough, of flesh, Herophil. ap. Gal.4.596.
II not enervated, Carm. Aur. 35; of language, not affected, λέξις ἀφελὴς καὶ ἄθρυπτος Plu.Lyc.21:—of a person, ἄθρυπτος εἰς γέλωτα = never breaking into laughter, Id.Per.5; ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Id.2.38b. Adv. ἀθρύπτως Id.Fab.3.

Spanish (DGE)

-ον
I 1duro τῇ δὲ σαρκὶ ἄθρυπτοι Herophil. en Gal.4.596.
2 indestructible κόσμος Plu.2.1055a.
II 1austero, sin ceder al lujo o refinamiento δίατα Carm.Aur.35
del lenguaje sin afectación λέξις ἀφελὴς καὶ ἄ. Plu.Lyc.21.
2 de pers. que no se ablanda, refractario a ἄ. εἰς γέλωτα Plu.Per.5, c. dat. ὦτα ἄ. κολακείᾳ Plu.2.38a
abs. continente, austero, A.Andr.Fr.8 (p.41.25).
III adv. ἀθρύπτως = de manera rígida, austeramente μεταχειριούμενος (τὴν δικτατορίαν) ἀ. Plu.Fab.3, διαιτᾶν Plu.2.180e.

German (Pape)

[Seite 48] 1) nicht verweichlicht, kräftig, Plut., z. B. λέξις ἀφελὴς καὶ ἄθρ., Lyc. 21; ebenso ἀθρύπτως καὶ ἀδεῶς Fab. 3. – 2) unzerbrechlich; neben ἄφθαρτος Plut. de repugn. St. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non brisé, impérissable;
2 qui ne se laisse pas amollir ou fléchir, austère.
Étymologie: , θρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἄθρυπτος:
1 неразрушимый, негибнущий (κόσμος Plut.);
2 неиспорченный, непреклонный, твердый (λέξις Plut.): ἄ. εἰς γέλωτα Plut. несклонный к смеху, никогда не смеющийся; ἄ. εὔνοια Plut. благожелательность, чуждая попустительства; τὰ ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Plut. уши, невосприимчивые к лести.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθρυπτος: -ον, (θρύπτω) = ἄθραυστος, ἄφθαρτος, Πλούτ. 2. 1055Α. ΙΙ. μὴ ἐκλελυμένος, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ.: ἄθρυπτος εἰς γέλωτα = μηδέποτε κινούμενος εἰς γέλωτα, Πλουτ. Περικλ. 5. ― Ἐπίρρ. ἀθρύπτως, ὁ αὐτ. Φαβ. 3.

Greek Monotonic

ἄθρυπτος: -ον (θρύπτω), μη σπασμένος, άθραυστος, άφθαρτος, σε Πλούτ.· ἄθρυπτος εἰς γέλωτα, αυτός που δεν ξεσπά ποτέ σε γέλιο, στον ίδ.· επίρρ. ἀθρύπτως, στον ίδ.

Middle Liddell

θρύπτω
not broken, not enervated, Plut.; ἄθρυπτος εἰς γέλωτα never breaking into laughter, Plut. adv. ἀθρύπτως, Plut.

Translations

unbroken

Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний