ἐσωτερικός

English (LSJ)

ἐσωτερική, ἐσωτερικόν, inner, esoteric: ἐσωτερικά, τά, of certain Stoic doctrines, Gal.5.313; ἐσωτερικὰ μαθήματα Iamb.Comm.Math.18; of persons, ἐσωτερικοί, οἱ, the disciples of Pythagoras, Id.VP17.72; μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικόν, τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν (of Aristotle), Luc.Vit.Auct.26. (Prob. coined to correspond with ἐξωτερικός (q.v.).)

Spanish (DGE)

εἰσωτερικός, εἰσωτερική, εἰσωτερικόν
• Alolema(s): más frec. ἐσωτερικός, ἐσωτερική, ἐσωτερικόν
I 1secreto, esotérico λόγοι Origenes Cels.1.7, cf. 3.37, Didym.in Eccl.7.25, μύησις Gr.Nyss.Eun.2.316, cf. M.46.133B, μαθήματα Iambl.Comm.Math.18
subst. οἱ ἐσωτερικοί (sc. λόγοι) doctrinas secretas Gal.5.313, cf. Didym.in Eccl.10.2, Origenes Io.10.18.107
esotérico, iniciado de los admitidos a recibir las enseñanzas de Pitágoras, Iambl.VP 72, Hippol.Haer.1.2.4.
2 interno, no público ref. los escritos de Aristóteles op. ἐξωτερικός: μέμνησο τὸ μὲν ἐξωτερικόν, τὸ δὲ ἐ. καλεῖν Luc.Vit.Auct.26, cf. Procl.in Prm.1024, λέγουσι ... οἱ Ἀριστοτέλους τὰ μὲν ἐσωτερικὰ εἶναι Clem.Al.Strom.5.9.58.
II adv. εἰσωτερικῶς, ἐσωτερικῶς
1 en sentido oculto o esotérico τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. in Zach.3.259.
2 en su fuero interno, interiormente, εἰσωτερικῶς νοοῦντες Didym.in Zach.2.206.

German (Pape)

[Seite 1046] innerlich, dem ἐξωτερικός entgeggstzt, Luc. vit. auct. 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'intérieur, càd de l'intimité, réservé aux seuls adeptes.
Étymologie: ἐσώτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐσωτερικός: [compar. к ἔσω досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσωτερικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ ἔσω: τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους διῃροῦντο εἰς ἐσωτερικὰ καὶ εἰς κοινὰ καὶ ἐξωτερικὰ (πρβλ. ἐξωτερικός), Κλήμ. Ἀλ. 68· καὶ ὁ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 26 παριστᾷ τὸν Ἀριστοτέλη ὡς παρουσιάζοντα διττὴν ὄψιν (μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικὸν τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν): ― ἀλλὰ τὴν λέξιν δὲν μεταχειρίζεται αὐτὸς ὁ Ἀριστ., καὶ πιθανῶς ἐπενοήθη ὅπως ἀντιστοιχῇ πρὸς τὸ ἐξωτερικὸς (ὃ ἴδε) ὅπερ αὐτὸς μεταχειρίζεται.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐσωτερικός, -ή, -όν) εσώτερος
αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό
α) το μέσα μέρος ή η μέσα όψη ενός πράγματος, σε αντιδιαστολή προς το εξωτερικό μέρος ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»
ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)
β) η χώρα στην οποία παραμένει κάποιος ως πολίτης, σε αντιδιαστολή προς τις άλλες χώρες, δηλ. προς το εξωτερικό, η ημεδαπή, η χώρα μας, η πατρίδα μας («το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εσωτερικός, η εσωτερική
μαθητής ή μαθήτρια που τρέφεται και διαμένει στο οικοτροφείο ενός σχολείου, οικότροφος
3. φρ. α) (για φάρμακο) «εσωτερική χρήση» — φράση που αναγράφεται στην ετικέτα φιαλιδίου το οποίο περιέχει φάρμακο που λαμβάνεται εσωτερικά, με πόση
β) «εσωτερική παθολογία» — η παθολογία που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος
γ) «υπουργείο Εσωτερικών (ενν. υποθέσεων)» — το υπουργείο το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη διοίκηση και όχι τα ξένα κράτη)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσωτερικά
οι διδασκαλίες τών Στωικών
2. (για πρόσ.) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐσωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα
3. λέγεται αναφορικά προς τη διττή διδασκαλία του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν», Λουκιαν.)
4. φρ. (ρητ.) «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — υποδιαίρεση τών καθ' ύλην επιχειρημάτων.
επίρρ...
εσωτερικώς και -ά
από μέσα.

Translations

esoteric

Afrikaans: geheimsinnig; Bulgarian: езотеричен; Catalan: esotèric; Chinese Mandarin: 深晦; Czech: esoterický; Danish: esoterisk; Dutch: esoterisch; Finnish: esoteerinen; French: ésotérique; Friulian: esoteric; German: esoterisch; Greek: εσωτερικός; Ancient Greek: ἐσωτερικός; Hungarian: ezoterikus; Icelandic: heimullegur; Italian: esoterico; Japanese: 秘儀の, 奥義の; Lithuanian: ezoterinis; Macedonian: езотеричен; Norwegian: esoterisk; Persian: خواص‌فهم‎, غامض‎; Polish: ezoteryczny, tajemny; Portuguese: esotérico; Romanian: ezoteric; Russian: эзотерический; Serbo-Croatian Cyrillic: езотѐричан; Roman: ezotèričan; Spanish: esotérico; Swedish: esoterisk; Turkish: ezoterik, içrek, bâtınî

inner

Arabic: داخلى‎; Armenian: ներքին; Belarusian: унутраны; Bulgarian: вътрешен; Catalan: interior; Czech: vnitřní; Dutch: binnen-, binnenste; Esperanto: ena; Even: дог; Evenki: догу; Finnish: sisäpuolinen, sisä-; sisempi; French: intérieur; Georgian: შიდა; German: inner; Gothic: 𐌹𐌽𐌽𐌿𐌼𐌰; Greek: εσωτερικός; Ancient Greek: ἐσωτερικός; Hungarian: belső, benti; Italian: interno; Kurdish Northern Kurdish: navî; Latin: penitus; Manchu: ᡩᠣᡵᡤᡳ; Mongolian: дотоод; Nanai: довой; Polish: wewnętrzny; Portuguese: interno, interior; Romanian: intern, interior, lăuntric; Russian: внутренний; Spanish: interior; Swedish: inre; Telugu: లోపలి; Turkish: iç; Ukrainian: внутрішній