ἱερεύω
English (LSJ)
Ion. ἱρεύω Od.14.94, al.; Ion.impf.
A ἱρεύεσκον 20.3: 3sg. plpf. Pass. ἱέρευτο Il.24.125: (ἱερός):—sacrifice, βοῦς . . ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν 6.94; ταύρους [ποταμῷ] 21.131; τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσε . . Ζηνί Od.13.24, etc.: abs., offer sacrifice, τῇ θεῷ Ant. Lib.20.2.
2 slaughter for a feast, βοῦς ἱερεύοντες . . εἰλαπινάζουσιν Od.2.56; ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω 14.414, cf. 8.59; also δεῖπνον δ' αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅς τις ἄριστος 24.215:—Med., βοῦς ἱρεύσασθαι = oxen to slaughter for themselves, 19.198; μῆλα A.R.2.302.
3 consecrate, devote to a god, ἱερευομένη παρθένος Paus.3.18.4.
4 sacrifice, i.e. slay, Ph.2.34, Procop.Goth.2.25.
German (Pape)
[Seite 1240] ion. u. auch ep. ἱρεύω, ἱρεύεσκον, Od. 20, 3, zum Opferschlachten (auch um aus den Eingeweiden zu weissagen), Il. 2, 402 u. öfter; übh. zu einem Festschmause schlachten, da damit immer ein Opfer verbunden ist, βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας εἰλαπινάζουσι Od. 2, 56; ξείνῳ, dem Gaste zu Ehren, 14, 414; δεῖπνον δ' αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅστις ἄριστος, schlachtet zum Mahle das Schwein, 24, 214; auch im med., βοῦς ἱρεύσασθαι 19, 198, wie Ap. Rh. 2, 302, ἐπικριδὸν ἱρεύσαντο μῆλα. Pass. ἱέρευτο Il. 24, 125. – Bei Philo = tödten, auch von Menschen; bei Sp. auch = ἱερόω, weihen. [Od. 14, 94 steht jetzt richtig ἱρεύουσι, bei Wolf noch ἱερεύουσι viersylbig.]^
French (Bailly abrégé)
ao. ἱέρευσα;
1 égorger pour un sacrifice, sacrifier;
2 égorger pour une fête (des bœufs, un porc, etc.), acc. ; τινι OD en l'honneur de qqn;
Moy. ἱερεύομαι égorger pour soi, acc..
Étymologie: ἱερεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἱερεύω: (ῐ), эп.-ион. ἱρεύω (ῑ) (эп. impf. ἱρεύεσκον)
1 закалывать для принесения в жертву, приносить в жертву (βοῦν Ζηνί, ταύρους θεῷ Hom.);
2 закалывать для еды (ὑῶν τὸν ἄριστον ξείνῳ ἱ. Hom.): δοῦναι βοῦς ἱρεύσασθαι Hom. дать волов для заклания (в пищу); ὄϊς μέγας ἱέρευτο Hom. (для трапезы) была зарезана большая овца.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερεύω: Ἰων. ἱρεύω, Ὀδ. Ξ. 94., Ρ. 181, Τ. 198, Υ. 351· Ἰων. παρατ. ἱερεύεσκον Υ. 3· γ΄ ὑπερσ. Παθ. ἱέρευτο Ἰλ. Ω. 125· (ἱερός). Σφάζω πρὸς θυσίαν, θυσιάζω, βοῦς... ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν Ἰλ. Ζ. 94· ταύρους θεῷ Φ. 131· τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσε... Ζηνὶ Ὀδ. Ν. 24· - μέρος τοῦ θύματος ἤσθιον οἱ θυσιάζοντες· ἴδε ἰδίως τὸ τελευταῖον τῶν μνημονευθέντων χωρίων. 2) σφάζω διὰ συμπόσιον, βοῦς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν Ὀδ. Β. 56· ἄξεθ’ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω Ξ. 414, πρβλ. Θ. 59· ὡσαύτως, δεῖπνον δ’ αἶψα συῶν ἱερεύσατε, ὅστις ἄριστος Ω. 215· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βοῦς ἱερεύσασθαι, σφάξαι δι’ ἑαυτούς, Τ. 198. 3) καθιερώνω, ἀφιερώνω εἰς θεόν τινα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παυσ.· θυσιάζω, δηλ. φονεύω, Φίλων 2. 34.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ἷρεύεσκον, fut. inf. ἱερεύσειν, aor. ἱέρευσα, pass. plup. ἱέρευτο, mid. aor. inf. ἷρεύσασθαι: sacrifice, esp. by killing the victim, offer, then, in general, slaughter, Il. 6.174 ; ξείνῳ, ‘in honor of the guest,’ Od. 14.414; mid., subjective, Od. 19.198.
Spanish
Greek Monolingual
ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) ιερεύς
θυσιάζω
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῦς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.).
Greek Monotonic
ἱερεύω: Ιων. ἱρεύω, Ιων. παρατ. ἱερεύεσκον, μέλ. -εύσω, Επικ. απαρ. -ευσέμεν· γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἱέρευτο (ἱερός)·
1. σφάζω με σκοπό τη θυσία, θυσιάζω, σε Όμηρ.
2. σφάζω για γιορτή, συμπόσιο, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., σφάζω για τον εαυτό μου, στο ίδ.
Middle Liddell
ἱερός
1. to slaughter for sacrifice, to sacrifice, Hom.
2. to slaughter for a feast, Od.: Mid. to slaughter for oneself, Od.
Léxico de magia
1 jeroglífico de caracteres ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τρισμέγιστος Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos P IV 886 2 adv. -ως con caracteres jeroglíficos τὸ δὲ ὄνομα ἐκ τῶν ὄπισθε μερῶν τοῦ λίθου γλύψεις ἱερογ<λ>υφικῶς grabarás el nombre en la parte posterior de la piedra con caracteres jeroglíficos P XII 276
Translations
sacrifice
Albanian: flijoj; Arabic: ضَحَّى; Armenian: զոհաբերել; Asturian: sacrificar; Belarusian: ахвяроўваць, ахвяраваць; Bulgarian: принасям в жертва; Catalan: sacrificar; Chinese Mandarin: 犧牲, 牺牲, 祭獻, 祭献; Czech: obětovat; Danish: ofre; Dutch: offeren; Esperanto: oferi; Estonian: ohverdama; Faroese: bjóða, geva gávu; Finnish: uhrata; French: sacrifier; Galician: sacrificar; Georgian: შეწირვა, მსხვერპლშეწირვა; German: opfern; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: θυσιάζω; Ancient Greek: ἁγνίζω, ἀναρρύω, δράω, δρῶ, ἐγκαίω, ἐκθύω, θυηλέομαι, θυηλοῦμαι, θυλέομαι, θυλοῦμαι, θυσιάζω, θυσίαν ἀναφέρω, θύω, ἱερεύω, ἱρεύω, ἱεροθυτέω, ἱεροθυτῶ, καταθύω; Hebrew: הקריב; Hindi: क़ुरबान करना; Hungarian: feláldoz; Icelandic: fórna, gefa til; Ido: sakrifikar; Italian: sacrificare; Japanese: 捧げる, 犠牲にする; Khmer: ហ័វ, ពលី, បូជា, សែន; Korean: 희생(犧牲)하다; Kurdish Central Kurdish: قوربان کردن; Lao: ພະລີ, ບູຊາ; Latin: sacrifico, condono; Latvian: upurēt, ziedot; Maori: raupanga, whakahere; Mongolian: тахил өргөх, тахих; Norwegian: ofre; Old English: offrian, blōtan; Polish: ofiarować, złożyć w ofierze; Portuguese: sacrificar; Romanian: sacrifica, jertfi; Russian: жертвовать, пожертвовать, приносить в жертву, принести в жертву; Sanskrit: यजति; Serbo-Croatian Cyrillic: жртвовати; Roman: žrtvovati; Slovak: obetovať, obetovať sa; Slovene: žrtvovati; Spanish: sacrificar; Swahili: kuchinja; Swedish: offra; Thai: พลี, บูชา; Turkish: kurban etmek; Ugaritic: 𐎄𐎁𐎈; Ukrainian: жертвувати; Vietnamese: hy sinh; Walloon: ofri, sacrifyî; Welsh: aberthu