ανταπόδοση

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

(AM ἀνταπόδοσις)
ανταμοιβή για το καλό ή τιμωρία για το κακό
νεοελλ.
μέθοδος καταναγκασμού που ασκείται από κράτος εναντίον άλλου κράτους, στο οποίο καταλογίζεται κάποια παράλειψη στις διεθνείς υποχρεώσεις του
αρχ.
1. εξόφληση, πληρωμή
2. κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση
3. ο ήχος που εναρμονίζεται με κάποιον άλλο
4. εναλλαγή, αλληλοδιαδοχή
5. αντίδραση
6. παραλληλισμός ή αντίθεση φράσεων μέσα σε περίοδο ή ημιπερίοδο
7. η σχέση μεταξύ ανταποδοτικών (συσχετικών) αντωνυμιών.