Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀτταγᾶς

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγᾶς Medium diacritics: ἀτταγᾶς Low diacritics: ατταγάς Capitals: ΑΤΤΑΓΑΣ
Transliteration A: attagâs Transliteration B: attagas Transliteration C: attagas Beta Code: a)ttaga=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,

   A francolin, Tetrao orientalis, Alex.Mynd. ap. Ath.9.387f; πτερυγοποίκιλος, ποικίλος, Ar.Av.247, 761; a delicacy, Hippon.36.1, Ar.Ach.875, Fr.433: prov., τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀ. τυρβάσεις βαδίζων Id.V.257.

German (Pape)

[Seite 389] ᾶ, ὁ (ἀτταγαῖ Ath. a. a. O., ἀτταγᾶν B. A. 461, vgl. Lob. Phryn. 117), ein Wiesenvogel, wahrscheinlich Haselhuhn, Ar. Av. 249 u. öfter; vgl. Ath. IX, 387 f, der auch über den Accent berichtet, u. Ael. H. A. 4, 42, der es für ein onomatopoetisches Wort erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττᾰγᾶς: ᾶ, πληθ. ἀτταγαῖ, ῶν, κτλ. ἰσοσυλλάβως, «ἀτταγᾶς· Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς, ἀτταγᾶς ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Μύνδιός φησιν ὅτι μικρῷ μὲν μείζων ἐστὶ πέρδικος, ὅλος δὲ κατάγραφος τὰ περὶ τὸν νῶτον, κεραμεοῦς τὴν χρόαν, ὑποπυρρίζων μᾶλλον… περισπῶσι δὲ οἱ Ἀττικοὶ.. τοὔνομα… λεκτέον καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες» Ἀθήν. 387F· περιποίκιλος, ποικίλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 247, 761· ὡς λίχνευμα, οὐκ ἀτταγᾶς τε καὶ λαγώς καταβρύκων Ἱππώναξ 33 (26), Ἀριστοφ. Ἀχ. 875· πιθανῶς ἦτο εἶδος πέρδικος, Pterocles alchata, εὑρισκομένη ἐπὶ τῶν παραλίων τῆς Ἀνατολῆς, ἴδε C. T. Newton ἐν τῷ Cont. Review 1876, σ. 92· ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀριστοφ. (Σφῆκ. 257) λέγει: «ἀτταγᾶς ὄρνεόν ἐστι τερπόμενον ἐν ἕλεσι καὶ πηλώδεσι τόποις καὶ τέλμασιν, ὃν ἡμεῖς φαμὲν ἀτταγῆνα», κοινῶς ἀτταγανάρι (Walpole Memoirs of Europ. and As. Turkey 1817)· ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται καὶ λιβαδοπέρδικα.

French (Bailly abrégé)

ᾶ (ὁ) :
sorte de perdrix, oiseau.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; selon ÉL, onomatopée tirée du cri de l’oiseau.

Spanish (DGE)

(ἀττᾰγᾶς) -ᾶ, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀτταγήν, -ῆνος Arist.HA 617b25, Phoenicid.2.5, Thphr.Fr.180, D.P.Au.3.10, Gal.13.173, Phryn.86; ἀτταβυγᾶς Hsch.

• Morfología: [gen. plu. ἀτταγέων Opp.C.2.405]
orn. francolín o perdiz negra, Tetrao francolinus L., Hippon.37.1, Ar.Au.247, 761, Ach.875, Arist.l.c., Phoenicid.l.c., Thphr.l.c., Opp.l.c., D.P.l.c., Socr.Arg.17, Ael.NA 4.42, Ath.387f, Gal.l.c., Phryn.l.c., Eust.854.26, Sch.Ar.Au.249
prov. τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων chapotearás en el fango como un francolín Ar.V.257.

Greek Monolingual

ἀτταγᾱς και ἀτταγήν (-ῆνος), ο (Α)
1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας
2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό
3. Ἀτταγᾱς
Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον ήχο της κραυγής του πουλιού. Η λ. σχηματίζεται με το επίθημα -άς, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση ονομάτων ζώων, παρωνυμιών κ.ά., αν και αρχικός είναι ο τ. ατταγήν].