βάνω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

βάνω)
1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω
2. (για κτήριο) χτίζω
3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ
4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ.
σκέπτομαι, θυμάμαι
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω
2. ρίχνω, εκτοξεύω
3. ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ανακατεύω
4. κερνώ
5. τοποθετώ
6. φυτεύω ή σπέρνω
7. διορίζω
8. συμπεριλαμβάνω
9. φρ. «βάνω το κεφάλι μου» ή «τον εαυτό μου» — ριψοκινδυνεύω, θυσιάζω
II. μέσ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι
2. επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τύπος του βάλλω < βάλνω < αρχ. βάλλω (πρβλ. σφάνω < σφάλνω < σφάλλω). Η ετυμολ. < αρχ. βαίνω, με επίδραση του βάλλω δεν φαίνεται πειστική].