εκκόπτω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκόπτω)
αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. δίνω τέλος
2. διακόπτω κάποιον που μιλάει
3. (για συζήτηση) σταματώ
4. (για χρόνο) αφαιρώ
5. (για εισφορά) καταργώ
6. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. (για δέντρα) κόβω σύρριζα
2. εκμηδενίζω, σταματώ
3. αναγκάζω κάτι να σταματήσει («ἐκκόπτειν φενακισμόν»)
4. για πλοίο) βυθίζω διατρυπώντας το
5. (για πόρτα) σπάζω
6. (ως στρατ. όρος) α) αποκρούω, απωθώ
β) απομονώνω τμήμα από το κύριο σώμα
7. παθ. ξεχωρίζω ή ξεχωρίζομαι
8. (για παιχνίδι κύβων) κερδίζω
9. εξαλείφω κάτι χαραγμένο σε πέτρα ή ξύλο
10. πλάθω, π.χ. εικόνες, με τον λόγο
11. σταματώ την κίνησή μου.