ἐπάλλαξις

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάλλαξις Medium diacritics: ἐπάλλαξις Low diacritics: επάλλαξις Capitals: ΕΠΑΛΛΑΞΙΣ
Transliteration A: epállaxis Transliteration B: epallaxis Transliteration C: epallaksis Beta Code: e)pa/llacis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interweaving or dovetailing, Antipho Soph.20 (pl.); αἱ ἐ. τοῦ χάρακος Plb. 18.18.11; ἡ ἐ. τῶν δακτύλων crossing of two fingers so as to feel double, Arist.Metaph.1011a33, Insomn.460b20, Pr.958b14; linking together, Id.Mete.387a12.    2 overlapping of species, Id.GA732b15; confusion of different things, Str.12.8.2.    b alternation, Pl. Sph.240c.    3 change, θέσεως Hierocl.in CA1p.419M.; διαιτημάτων Gal.6.59 (pl.); varieties of abnormal constitutions, ib.385 (pl.).

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, Wechsel, Tausch, Verkehr, Harpocr. aus Antiph.; Uebergang aus einer Klasse in die andere, Arist. gen. an. 2, 1; die Verschränkung, Durchkreuzung, Plat. Soph. 240 c, = συμπλοκή; so auch δακτύλων Arist. Probl. 31, 11; τοῦ χάρακος Pol. 18, 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλλαξις: -εως, ἡ ἀνταλλαγή, συναλλαγή, ὅμοιον τῷ ἐπαλλαγή, «ἐπαλλάξεις: ἀντὶ τοῦ συναλλαγὰς ἢ μίξεις, Ἀντιφῶν Ἀληθείας α΄» Ἁρποκρ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 23· ἐπὶ τῶν δακτύλων, ὡς ὅταν παίζῃ τις αὐλόν, ἡ ταχεῖα κίνησις αὐτῶν, τὸ ταχὺ «ἀναιβοκαταίβασμα αὐτῶν», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 6, 7, π. Ἐνυπν. 2. 18, Προβλ. 31. 11. 2) συμπλοκή, διὰ τῆς ἐπαλλάξεως ταύτης Πλάτ. Σοφιστ. 240C· τὰς ἐπαλλάξεις τοῦ τοιούτου χάρακος Πολύβ. 18. 1, 11, 3) διαφορά, συμβαίνει δὲ πολλὴ ἐπάλλαξις τοῖς γένεσιν Ἀριστ. π. Γ. Γεν. 2. 1, 10.

Greek Monolingual

ἐπάλλαξις, η (Α)
1. επαλλαγή, συναλλαγή
2. ανάμιξη
3. συναρμογή, σύναψη
3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῡ τοιούτου χάρακος», Πολ.)
4. περιπλοκή, μπέρδεμα
5. παραλλαγή χαρακτηριστικών
6. εναλλαγή με κάτι άλλο («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε ἐπάλλαξις φανερά», Στράβ.)
7. αλλαγή, μεταβολή
8. (για ανώμαλη κατάσταση του σώματος) ποικιλία
9. φρ. «ἐπάλλαξις τῶν ποδῶν» — η τοποθέτηση του ενός ποδιού πάνω στο άλλο.